εὔκολλος: Difference between revisions
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὔκολλος:''' очень клейкий, липкий (δρυὸς [[ἰκμάς]] Anth.). | |elrutext='''εὔκολλος:''' [[очень клейкий]], [[липкий]] (δρυὸς [[ἰκμάς]] Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=εὔ-κολλος, ον [[κόλλα]]<br />gluing well, [[sticky]], Anth. | |mdlsjtxt=εὔ-κολλος, ον [[κόλλα]]<br />gluing well, [[sticky]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, (κόλλα) A gluing well, sticky, ἰκμάς AP6.109 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1075] δρυὸς ἰκμάς, gut leimend, Ant. Sid. 17 (VI, 109).
Greek (Liddell-Scott)
εὔκολλος: -ον, (κόλλα) καλῶς συγκολλῶν, κολλητικός, Ἀνθ. Π. 6. 109.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui colle bien.
Étymologie: εὖ, κόλλα.
Greek Monolingual
εὔκολλος, -ον (Α)
αυτός που συγκολλά κάτι καλά, με τον οποίο εύκολα συγκολλάται κάτι, ο συγκολλητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κολλος (< κολλώ), πρβλ. ά-κολλος, αμφί-κολλος].
Greek Monotonic
εὔκολλος: -ον (κόλλα), αυτός που κολλάει καλά, κολλητικός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὔκολλος: очень клейкий, липкий (δρυὸς ἰκμάς Anth.).