κρυσταλλοειδής: Difference between revisions

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κρυσταλλοειδής:''' похожий на лед, кристаллический (ἡ [[νοτίς]] Plut.).
|elrutext='''κρυσταλλοειδής:''' [[похожий на лед]], [[кристаллический]] (ἡ [[νοτίς]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 11:30, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυσταλλοειδής Medium diacritics: κρυσταλλοειδής Low diacritics: κρυσταλλοειδής Capitals: ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: krystalloeidḗs Transliteration B: krystalloeidēs Transliteration C: krystalloeidis Beta Code: krustalloeidh/s

English (LSJ)

ές, A like ice, πῆξις Epicur.Ep.2p.45U., cf. LXX Wi.19.21; v.l. for -ώδης in Str.4.6.6. Adv. -δῶς Placit.2.11.2. II like crystal, ἰασπίς Dsc.5.142; κ. ὑγρόν the crystalline lens, Ruf.Onom. 153, Gal.UP8.5, al.; κ. χιτών Poll.2.71: Astron., τὸ κ. the crystalline sphere, Placit.2.14.3.

German (Pape)

[Seite 1516] ές, dem Eise od. dem Krystalle ähnlich; Strab. IV. 204, Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κρυσταλλοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κρύσταλλον, πάγον, Στράβ. 204. ΙΙ. ὅμοιος πρὸς κρύσταλλον, κρ. ὑγρόν, ὁ κρυσταλλώδης φακός, Θεόφιλ. 152, 1 Greenh.· οὕτω, κρ. χιτὼν Πολυδ. Β΄, 71. Ἐπίρρ. -δῶς, Πλούτ. 2. 888Β.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
semblable à de la glace ou à du cristal.
Étymologie: κρύσταλλος, εἶδος.

Greek Monolingual

-ές (AM κρυσταλλοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με κρύσταλλο ή έχει τις ιδιότητες του κρυστάλλου («κρυσταλλοειδὴς ἴασπις», Διοσκ.)
νεοελλ.
1. αυτός που μπορεί να πάθει κρυστάλλωση, επιδεκτικός κρυσταλλώσεως
2. χημ. το ουδ. ως ουσ. το κρυσταλλοειδές
ουσία που έχει την ιδιότητα να διέρχεται διά μέσου τών πόρων τών διαφραγμάτων κατά τη διαδικασία διαπίδυσης
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κρυσταλλοειδή
ουσίες που μπορούν να υποστούν κρυστάλλωση
4. φρ. «κρυσταλλοειδής φακός» — ο φακός του οφθαλμού, ανάμεσα στην ίριδα και στο υαλοειδές σώμα
αρχ.
αυτός που μοιάζει με πάγο.
επίρρ...
κρυσταλλοειδῶς (Α)
με κρυσταλλοειδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + -ειδής (< εἶδος)].

Russian (Dvoretsky)

κρυσταλλοειδής: похожий на лед, кристаллический (ἡ νοτίς Plut.).