πολύφυλλος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολύφυλλος:''' многолиственный, с пышной листвой ([[σμῖλαξ]] Plut.). | |elrutext='''πολύφυλλος:''' [[многолиственный]], [[с пышной листвой]] ([[σμῖλαξ]] Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:41, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A with many leaves, thick-leaved, of the yew, Eup.14.3, cf. Thphr.HP1.10.8, etc.
German (Pape)
[Seite 676] vielblätterig; Eupolis bei Plut. Symp. 4, 1; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
πολύφυλλος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ φύλλα, πυκνόφυλλος, ἐπὶ σμίλακος, καὶ σμίλακα τὴν πολύφυλλον Εὔπολις ἐν «Αἰξὶ» 1, 3, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 8, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύφυλλος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πολλά φύλλα
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πολύφυλλος
γένος κολεόπτερων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. ολιγό-φυλλος. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. polyphylla].
Russian (Dvoretsky)
πολύφυλλος: многолиственный, с пышной листвой (σμῖλαξ Plut.).