ἐνλαξεύω: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐνλαξεύω:''' вырезывать на камне, высекать (οἱ Ποσειδῶνος παῖδες ἐνλελάξευνται ἔν τινι Anth.). | |elrutext='''ἐνλαξεύω:''' [[вырезывать на камне]], [[высекать]] (οἱ Ποσειδῶνος παῖδες ἐνλελάξευνται ἔν τινι Anth.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 20 August 2022
English (LSJ)
A carve in or on, pf. Pass. ἐνλελάξευνται AP3.9Arg.
German (Pape)
[Seite 846] in Stein aushauen, ἐνλελάξευνται, im Titel des Epigr. Anth. III, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνλαξεύω: λαξεύω ἔν τινι, ἐγγλύφω, Πελίας καὶ Νηλεὺς ἐνλελάξευνται Ἀνθ. Παλατ. 3-9 ἐν τῇ ὑποθέσει τοῦ ἐπιγράμματος.
Spanish (DGE)
• Morfología: [sólo perf. pas. ἐλλελάξευνται AP 3.9 tít.]
cincelar, representar en relieve en v. pas. Πελίας καὶ Νελεύς AP l.c.
Greek Monolingual
(Α ἐνλαξεύω)
λαξεύω, εγγλύφω κάπου ή μέσα σε κάτι, χαράσσω μέσα ή πάνω σε κάτι.
Russian (Dvoretsky)
ἐνλαξεύω: вырезывать на камне, высекать (οἱ Ποσειδῶνος παῖδες ἐνλελάξευνται ἔν τινι Anth.).