πορφυρίζω: Difference between revisions

From LSJ

βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πορφῠρίζω:''' отливать багрянцем ([[θάλασσα]] πορφυρίζουσα Arst.).
|elrutext='''πορφῠρίζω:''' [[отливать багрянцем]] ([[θάλασσα]] πορφυρίζουσα Arst.).
}}
}}

Revision as of 13:35, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφυρίζω Medium diacritics: πορφυρίζω Low diacritics: πορφυρίζω Capitals: ΠΟΡΦΥΡΙΖΩ
Transliteration A: porphyrízō Transliteration B: porphyrizō Transliteration C: porfyrizo Beta Code: porfuri/zw

English (LSJ)

A to be purplish, Dsc.3.36, Apollod.Ath. ap. Ath.7.281f; of the sea, Arist. Mir.843a26:—Med., Apollon.Lex.s.v. πορφύρῃ.

German (Pape)

[Seite 686] ein wenig purpurfarbig sein; Ath. VII, 281 e; D. Sic. 2, 53.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρίζω: ἔχω χρῶμα πλησιάζον τῷ πορφυρῷ, Διοσκ. 3. 44, Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 281Ε· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 130, 3· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ.

Greek Monolingual

(I)
ΝΜΑ πορφύρα
νεοελλ.
μέσ. πορφυρίζομαι
παίρνω πορφυρό χρώμα («και πορφυρίζονται πάντες οι ουράνιοι κάμποι», Κάλβ.)
μσν.-αρχ.
έχω χρώμα υποπόρφυρο, το χρώμα μου πλησιάζει το πορφυρό (α. «ἔχον ἐπ' ἄκρον κεφάλια ἄνθους πορφυρίζοντα», Διοσκ.)
β. «πορφυρίζον ἄνθος», Γεωπ.).
(II)
Α
(για θάλασσα) πορφύρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρω, κατά το πορφυρίζω (Ι) (< πορφύρα)].

Russian (Dvoretsky)

πορφῠρίζω: отливать багрянцем (θάλασσα πορφυρίζουσα Arst.).