ἐρίπλευρος: Difference between revisions
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐρίπλευρος:''' с крепкими боками (φυά Pind.). | |elrutext='''ἐρίπλευρος:''' [[с крепкими боками]] (φυά Pind.). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A with sturdy sides, stout, φυά Pi.P.4.235.
German (Pape)
[Seite 1030] φυή, mit starken Rippen od. Seiten, Pind. P. 4, 235.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίπλευρος: -ον, ἔχων ἰσχυρὰς πλευράς, στιβαρός, Πινδ. Π. 4. 419.
English (Slater)
ἐρίπλευρος, -ον
1 strong ribbed ἐμβάλλων τ' ἐριπλεύρῳ φυᾷ κέντρον αἰανὲς of oxen (P. 4.235)
Greek Monolingual
ἐρίπλευρος, -ον (Α)
αυτός που έχει δυνατές πλευρές, ο στιβαρός («ἐριπλεύρῳ φυᾷ», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -πλευρος (< πλευρά)].
Russian (Dvoretsky)
ἐρίπλευρος: с крепкими боками (φυά Pind.).