αἱματόρρυτος: Difference between revisions
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2") |
m (Text replacement - " :" to ":") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[αἱματόρρυτος]] -ον [[αἷμα]], [[ῥέω]] in een bloedstroom vloeiend :. ῥανίσιν αἱματορρύτοις met stromen van bloeddruppels Eur. IA 1515. | |elnltext=[[αἱματόρρυτος]] -ον [[αἷμα]], [[ῥέω]] in een bloedstroom vloeiend:. ῥανίσιν αἱματορρύτοις met stromen van bloeddruppels Eur. IA 1515. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:30, 21 August 2022
English (LSJ)
ον, A blood- streaming, αἱ. ῥανίδες a shower of blood, E.IA1515 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
αἱμᾰτόρρῠτος: -ον, (ῥέω) ὁ ῥέων αἷμα· αἱμ. ῥανίδες = βροχὴ αἵματος, Εὐρ. Ι. Α. 1515.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ruisselant de sang.
Étymologie: αἷμα, ῥέω.
Spanish (DGE)
(αἱμᾰτόρρῠτος) -ον
que fluye sangre, sangriento αἱ. ῥανίδες E.IA 1515.
Greek Monotonic
αἱμᾰτόρρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός από τον οποίο ρέει αίμα, αἱματόρρυτοι ῥανίδες, βροχή αίματος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
αἱμᾰτόρρῠτος: струящий кровь, т. е. кровавый (ῥανίδες Eur.).
Middle Liddell
[ῥέω]
blood-streaming, αἱμ. ῥανίδες a shower of blood, Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱματόρρυτος -ον αἷμα, ῥέω in een bloedstroom vloeiend:. ῥανίσιν αἱματορρύτοις met stromen van bloeddruppels Eur. IA 1515.