βραδυτής: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
m (Text replacement - " :" to ":") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[βραδυτής]] -ῆτος, ἡ [[βραδύς]]<br /><b class="num">1.</b> traagheid :. πρὸς ἄλληλα βραδυτῆτι καὶ [[τάχει]] voor de onderlinge traagheid en snelheid (van hemellichamen) Plat. Tim. 39b.<br /><b class="num">2.</b> sloomheid :. ἡμετέρῃ βραδυτῆτί τε νωχελίῃ τε door onze sloomheid en nonchalance Il. 19.411. | |elnltext=[[βραδυτής]] -ῆτος, ἡ [[βραδύς]]<br /><b class="num">1.</b> traagheid:. πρὸς ἄλληλα βραδυτῆτι καὶ [[τάχει]] voor de onderlinge traagheid en snelheid (van hemellichamen) Plat. Tim. 39b.<br /><b class="num">2.</b> sloomheid:. ἡμετέρῃ βραδυτῆτί τε νωχελίῃ τε door onze sloomheid en nonchalance Il. 19.411. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:35, 21 August 2022
English (LSJ)
ῆτος, ἡ, A slowness, sluggishness, βραδυτῆτί τε νωχελίη τε Il.19.411; so of persons, S.Ant.932 (anap.), Th.1.71, 5.75, Pl.Phd. 109d, Thphr.Char.14.1: in plural, Isoc.4.141, D.18.246: lit. slowness, opp. τάχος, Pl.Ti.39b, cf. Arist. Ph.228b29.
German (Pape)
[Seite 461] ῆτος, ἡ, Langsamkeit, Trägheit, Il. 19, 411 (ἅπαξ εἰρημ.); Soph. Ant. 932; Prosa, Plat. öfter, wie Folgde. Ggstz. τάχος Gorg. 496 b; plur., ἔνεισι ἐν ταῖς βασιλέως πράξεσιν Isocr. 1, 142; vgl. Dem. 18, 246. – Vom Geiste, Stumpfsinn, Theophr. Ch. 14.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰδυτής: ῆτος, ἡ, βραδύτης, ἀργοπορία, βραδυτῆτί τε νωχελίῃ τε Ἰλ. Τ. 411· ἀκολούθως ἐν Σοφ. Ἀντ. 932, Θουκ. 1, 71., 5. 75, Πλάτ. κτλ.· κατὰ πληθ., Ἰσοκρ. 70Α, Δημ. 308. 29. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, Πλάτ. Φαίδων. 109C, Θεόφρ. Χαρ. 14.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ἡ) :
mieux que βραδύτης;
lenteur, nonchalance ; particul. lenteur d’esprit.
Étymologie: βραδύς.
English (Autenrieth)
ῆτος: slowness, Il. 19.411†.
Spanish (DGE)
-ῆτος, ἡ
1 lentitud, indolencia ref. a pers. ἡμετέρῃ βραδυτῆτι τε νωχελίῃ τε Il.19.411, ἐς ... ἀβουλίαν ... καὶ βραδυτῆτα Th.5.75, διὰ ... βραδυτῆτα ... καὶ ἀσθένειαν Pl.Phd.109d, ἐν ταῖς πράξεσιν Isoc.4.141, ἐν λόγοις Thphr.Char.14.1, ἴσθι ... τὴν βραδυτῆτα ... οὐ μικρὰν βλάβην τῷ ταμείῳ φέρειν SB 7741.12 (II d.C.?) en BL 3.193, παρέχων αὑτῷ διὰ τῆς βραδυτῆτος μακροτέραν ἡδονήν al beber, Longus 3.8.2, cf. S.Ant.932, Th.1.71, D.18.246.
2 lentitud ref. al mov. en fenómenos naturales, op. a τάχος: ἵνα δ' εἴη μέτρον ἐναργές τι πρὸς ἄλληλα βραδυτῆτι καὶ τάχει de los astros, Pl.Ti.39b, ταχυτῆτι γὰρ καὶ βραδυτῆτι ἐνίοτε διώρισται Arist.Ph.228b26, cf. 29, Ocell.8, Vett.Val.183.8, en el curso de una enfermedad τάχος μὲν τὸ θέρος, β. δὲ ὁ χειμὼν προστίθησιν Gal.17(2).386, τῆς ἀναβάσεως βραδυτῆτα del Nilo POxy.2569.19 (III d.C.)
•en la composición musical οἱ πλέον ἢ δεῖ τὴν βραδυτῆτα διὰ συνθέτων φθόγγων ποιούμενοι Aristid.Quint.33.10.
Greek Monotonic
βρᾰδυτής: -ῆτος, ἡ (βραδύς),
1. αργοπορία, βραδύτητα, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.
2. λέγεται για το μυαλό, το πνεύμα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰδῠτής: ῆτος ἡ медленность, медлительность, неторопливость Hom., Soph., Thuc., Plat., Arst.; pl. Isocr., Dem.
Middle Liddell
βραδύς
1. slowness, Il., attic
2. of the mind, Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βραδυτής -ῆτος, ἡ βραδύς
1. traagheid:. πρὸς ἄλληλα βραδυτῆτι καὶ τάχει voor de onderlinge traagheid en snelheid (van hemellichamen) Plat. Tim. 39b.
2. sloomheid:. ἡμετέρῃ βραδυτῆτί τε νωχελίῃ τε door onze sloomheid en nonchalance Il. 19.411.