κοπώδης: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4, $5 $6")
m (Text replacement - " :" to ":")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />fatigant.<br />'''Étymologie:''' [[κόπος]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br />fatigant.<br />'''Étymologie:''' [[κόπος]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:54, 21 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπώδης Medium diacritics: κοπώδης Low diacritics: κοπώδης Capitals: ΚΟΠΩΔΗΣ
Transliteration A: kopṓdēs Transliteration B: kopōdēs Transliteration C: kopodis Beta Code: kopw/dhs

English (LSJ)

ες, A wearying, wearing, πυρετοί v.l. in Hp.Prorrh.1.142; βάρη Arist.Pr.881a19 (Comp.); βαρὺ καὶ κ. (sc. τὸ ὕδωρ) causing pain, Alex.198; κ. διάθεσις Gal.6.320: Comp.-ωδέστεραι συμφοραί Procop. Arc.13: c.gen., κ. ὑποχονδρίων causing pain in... Hp.Acut.16. 2 metaph., wearisome, boring, D.H.Dem.58, Plu.2.47f; φράσις ib. 1011a. II Pass., wearied, worn out, Hp.Prorrh.1.38, Gal.7.547. Adv. Comp. -ωδέστερον, ἔχειν Plu.2.130c.

German (Pape)

[Seite 1484] ermüdend, mühselig; Arist. probl. 5, 7; Sp.; Alexis bei Ath. III, 122 f; von Personen, καὶ ἀηδεῖς Plut. de aud. 10 M.; vom Styl, qu. Plat. 4.

Greek (Liddell-Scott)

κοπώδης: -ες, (εἶδος) κοπιαστικός, φορτικός, ὀχληρός, κατατρύχων, πυρετοὶ Ἱππ. Προρρ. 80· βάρη Ἀριστ. Προβλ. 5. 7, 2, κτλ.· βαρὺ καὶ κ. (δηλ. τὸ ὕδωρ) προξενοῦν πόνους, Ἄλεξ. ἐν «Πυθαγ.» 1· μετὰ γεν., κ. ὑποχονδρίων, προξενῶν πόνον εἰς…, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386. 2) μεταφ., κοπιαστικός, ἐνοχλητικός, βαρύς, Λατ. molestus, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 58, Πλούτ. 2. 47F· καὶ ἐπὶ γλωσσῶν, αὐτόθ. 1011Α. ΙΙ. Παθ., κεκοπιακώς, κατατρυχόμενος, Ἱππ. 70D, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
fatigant.
Étymologie: κόπος, -ωδης.

Greek Monolingual

κοπώδης, -ες (Α) κόπος
1. αυτός που προξενεί κόπο, κοπιαστικός, επίπονος
2. (με γεν.) αυτός που προξενεί πόνο σε κάτικοπώδης υποχοδρίων», Ιπποκρ.)
3. μτφ. ενοχλητικός, φορτικός, βαρύς («πυρετοὶ κοπώδεις» Ιπποκρ.)
4. (με παθ. σημ.) καταπονημένος, κουρασμένος.
επίρρ...
κοπωδέστερον (Α)
φρ. (με το ρ. έχω) «κοπωδέστερον έχω» — είμαι περισσότερο καταπονημένος.

Russian (Dvoretsky)

κοπώδης:
1) утомительный, обременительный (βάρη Arst.);
2) перен. тяжелый, тяжеловесный (φράσις Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοπώδης -ες [κοπός] act. vermoeiend. pass. uitgeput.