ἐκλείπω: Difference between revisions

From LSJ

ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον → not for man to attempt

Source
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "s’" to "s'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐκλείψω, <i>ao.2</i> [[ἐξέλιπον]], <i>etc.</i><br /><b>I.</b> délaisser :<br /><b>1</b> quitter, abandonner : τινά qqn ; πόλιν THC, τὴν Βοιωτίαν THC, τὰ ὑπάρχοντα THC une ville, la Béotie, ce qu’on possède ; τὸν βίον SOPH quitter la vie ; <i>abs.</i> déserter : στρατείαν XÉN abandonner une expédition, y renoncer ; ὅρκον EUR, [[ξυνώμοτον]] THC violer un serment, une convention jurée;<br /><b>2</b> laisser de côté omettre : Ἄνδρον HDT passer sans entrer à Andros ; [[ὁτιοῦν]] τῆς παρασκευῆς THC omettre quoi que ce soit des préparatifs ; ὄχλον λόγων ESCHL omettre une foule de paroles;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> manquer, cesser, disparaître : διὰ τὸ ἐκλελοιπέναι τὴν χιόνα XÉN parce que la neige avait disparu ; ἡ φωνὴ ἐξέλιπε LUC la voix manqua ; [[νόσος]] ἐκλιποῦσα οὐδένα χρόνον τὸ [[παντάπασιν]] THC maladie qui n’avait jamais cessé absolument ; <i>en parl. de pers.</i> mourir ; s’éclipser <i>en parl. du soleil, de la lune</i> ; ἐκλ. τινός renoncer à qch <i>ou</i> cesser de faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[λείπω]].
|btext=<i>f.</i> ἐκλείψω, <i>ao.2</i> [[ἐξέλιπον]], <i>etc.</i><br /><b>I.</b> délaisser :<br /><b>1</b> quitter, abandonner : τινά qqn ; πόλιν THC, τὴν Βοιωτίαν THC, τὰ ὑπάρχοντα THC une ville, la Béotie, ce qu’on possède ; τὸν βίον SOPH quitter la vie ; <i>abs.</i> déserter : στρατείαν XÉN abandonner une expédition, y renoncer ; ὅρκον EUR, [[ξυνώμοτον]] THC violer un serment, une convention jurée;<br /><b>2</b> laisser de côté omettre : Ἄνδρον HDT passer sans entrer à Andros ; [[ὁτιοῦν]] τῆς παρασκευῆς THC omettre quoi que ce soit des préparatifs ; ὄχλον λόγων ESCHL omettre une foule de paroles;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> manquer, cesser, disparaître : διὰ τὸ ἐκλελοιπέναι τὴν χιόνα XÉN parce que la neige avait disparu ; ἡ φωνὴ ἐξέλιπε LUC la voix manqua ; [[νόσος]] ἐκλιποῦσα οὐδένα χρόνον τὸ [[παντάπασιν]] THC maladie qui n’avait jamais cessé absolument ; <i>en parl. de pers.</i> mourir ; s'éclipser <i>en parl. du soleil, de la lune</i> ; ἐκλ. τινός renoncer à qch <i>ou</i> cesser de faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[λείπω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 08:15, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκλείπω Medium diacritics: ἐκλείπω Low diacritics: εκλείπω Capitals: ΕΚΛΕΙΠΩ
Transliteration A: ekleípō Transliteration B: ekleipō Transliteration C: ekleipo Beta Code: e)klei/pw

English (LSJ)

A leave out, pass over, πολλὰ δ' ἐκλείπω λέγων A.Pers.513; ἐ. ὄχλον λόγων Id.Pr. 827, cf. D.25.47; ἐ. Ἄνδρον leave out, pass over Andros, Hdt.4.33; ἐ. ὁτιοῦν τῆς παρασκευῆς Th.7.48; τὴν στρατιάν X.HG5.2.22; εἴ τι ἐξέλιπον, σὸν ἔργον ἀναπληρῶσαι Pl.Smp.188e:—Pass., ὄνειδος οὐκ ἐκλείπεται fails not to appear, A.Eu.97. 2 forsake, desert, abandon, τὰς πατρίδας, τὴν ξυμμαχίην, etc., Hdt.1.169,6.13, etc.; θήρας μόχθον E.Hipp.52; τὸ ξυνώμοτον Th.2.74; τὸν ὅρκον E.IT750; abandon, quit, τὴν τάξιν Hdt.8.24, al.; τὴν χώρην Id.4.105,118,al.; τὸν πλοῦν S.Ph. 911, cf. 58; give up, τὴν τυραννίδα Hdt.6.123; τὰ ὑπάρχοντα Th.1.144; θρήνους E.Ph.1635; v. infr.11.2. 3 freq.in elliptic phrases, ἐκλείπειν τὴν πόλιν εἰς τὰ ἄκρα abandon the city and go to the heights, Hdt.6.100, cf.8.50, X.An.7.4.2; ἐξέλειπον οἴκους πρὸς ἄλλον εὐνάτορα E.Andr.1040 (lyr.). 4 εἴ τις ἐξέλιπε τὸν ἀριθμόν (of the Persian immortals) if any one left the number incomplete, Hdt.7.83. 5 fail one, ἐκλελοίπασιν ὑμᾶς αἱ προφάσεις Lys.8.16, cf. Pl.Lg.657d. II intr., of the Sun or Moon, suffer eclipse, Th.2.28; in full, ὁ ἥλιος ἐκλιπὼν τὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἕδρην Hdt.7.37; ἐ. τὰς ὁδούς Ar.Nu. 584. 2 die, οἱ ἐκλιπόντες the deceased, Pl.Lg.856e; τῶν ἄλλων ἐκλελοιπότων Is.11.10, etc.; of trees, BGU1120.33 (i B.C.); more freq. in full, ἐ. βίον S.El.1131; ὑφ' ὧν ἥκιστα ἐχρῆν τὸν βίον ἐκλιπών (=ἀποθανών) Antipho 1.21; so ἐ. φάος E.Ion 1186, etc. 3 faint, Hp.Prorrh.1.71. 4 generally, leave off, cease, τῇ μοι [ὁ λόγος] ἐξέλιπε Hdt.7.239; ἐ. πυρετός Hp.Aph.4.56, cf. Th.3.87; ἐκλέλοιπεν εὐφρόνη, i.e. it is day, S.El.19; ὥστε μὴ 'κλιπεῖν κλέος ib.985, cf. 1149; [αἱ ἐργασίαι] ἐκλελοίπασιν Isoc.8.20: c. part., leave off doing, Pl.Mx.234b, cf. 249b: c. gen., θεραπείας Plu.Marc.17. 5 fail, be wanting, ῥώμη γὰρ ἐκλέλοιπεν ἣν πρὶν εἴχομεν E.HF230, cf. Pl.R.485d; τῶν ἐπιτηδείων ἐκλειπόντων D.S.16.75; ἡ φωνὴ ἐξέλιπε Luc.Nigr.35; περὶ ὧν ἐ. [ὁ νόμος] Arist.Pol.1286a37: Gramm., of words in a sentence, A.D.Synt.11.17; of grammatical forms, ib. 168.21. 6 remain, be left, LXX 4 Ki.7.13. 7 depart, A.Pers. 128 (lyr.), Th.219. 8 ἐκλείπων σφυγμός remittent pulse, Gal. 9.66.

German (Pape)

[Seite 766] 1) auslassen, verlassen, so daß man weggeht; χῶρον Aesch. Ch. 536; Thuc. 1, 92 u. A.; τὴν τυραννίδα, aufgeben, Her. 6, 123; τὸν βίον, sterben, Soph. El. 1120; Antiph. 1, 21; φάος Eur.; τὸ ζῆν Pol.; bes. verrätherischer Weise im Stich lassen, προδούς με κἀκλιπών Soph. Phil. 899; τὴν τάξιν, τὴν φυλακήν Plut. u. a. Sp.; auch ohne acc., von Soldaten, desertiren, Xen. An. 7, 4, 2; ἐκλείπειν πόλιν ἐς τὰ ἄκρα, ἐς ἄλλην, eine Stadt verlassen u. in eine andere ziehen, auswandern nach, Her. 6, 100. 8, 50; Xen. An. 1, 2, 24; – sich einer Sache entziehen, στρατείαν Xen. Hell. 5, 2, 22; ὁτιοῦν τῆς παρασκευῆς Thuc. 7, 38; unterlassen, nicht beobachten, ὅσα ἐξελελοίπεσαν τῆς συνθήκης Thuc. 5, 42; θεραπείας σώματος, τὸ βοηθεῖν, Plut. Marcell. 17 Lys. 23; ὅρκον, brechen, Eur. I. T. 750, wie τὸ ξυνώμοτον Thuc. 2, 74; – weglassen, bes. in der Rede übergehen, ὄχλον λόγων Aesch. Prom. 829; πολλὰ ἐξέλιπον λέγων Pers. 505; εἴ τι ἐξέλιπον, σὸν ἔργον ἀναπληρῶσαι Plat. Conv. 188 e; θρήνους Eur. Phoen. 1629; θήρας μόχθον Hipp. 52; γραφάς Dem. 25, 47. – 2) intrans., ablassen, nachlassen; ἐπιθυμίαι Plat. Rep. VI, 485 d; ῥώμη γὰρ ἐκλέλοιπεν, ἣν πρὶν εἴχομεν, eigtl. hat uns verlassen, ist geschwächt, vergangen, Eur. Herc. Fur. 230; μέλαινά τ' ἄστρων ἐκλέλοιπεν εὐφρόνη, es ist Tag geworden, Soph. El. 19, vgl. 985; ἡ νόσος τὸ δεύτερον ἐπέπεσε τοῖς Αθηναίοις, ἐκλιποῦσα μὲν οὐδένα χρόνον τὸ παντάπασιν, sie hatte nie ganz aufgehört, Thuc. 3, 87; διὰ τὸ ἐκλελοιπέναι αὐτόθι τὴν χιόνα Xen. An. 4, 5, 15, weil der Schnee dort fortgegangen; αἱ ἐργασίαι διὰ τὸν πόλεμον ἐκλελοίπασιν, sind ins Stocken gerathen, Isocr. 8, 20; ἄνειμι ἐκεῖσε τοῦ λόγου τῇ μοι τὸ πρότερον ἐξέλιπε, wo meine Erzählung stehen blieb, Her. 7, 239; ἡ φωνὴ ἐξέλιπε, ging aus, Luc. Nigr. 35; τοὔνομα Plut. Rom. 18; c. partic., τοὺς τελευτήσαντας τιμῶσα οὐδέποτε ἐκλείπει, sie ermangelt nie zu ehren, Plat. Menex. 249 b, vgl. 234 a. – Ohnmächtig werden, Hippocr.; sterben, Plat. Legg. IX, 856 e; Is. 11, 10. – Von der Sonne u. dem Monde, sich verfinstern (ausbleiben), Thuc. 2, 28 Plat. Phaed. 99 d u. Folgde, der gewöhnliche Ausdruck; Her. 7, 37 sagt dafür auch ὁ ἥλιος ἐκλιπὼν τὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἕδρην ἀφανὴς ἦν, wie Ar. Nub. 575 ἡ Σελήνη δ' ἐκλέλοιπε τὰς ὁδούς. – Das pass., wie intr., ὄνειδος ἐκλείπεται Aesch. Eum. 97, die Schmach verschwindet.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλείπω: παραλείπω, ἀφίνω, πολλά δ’ ἐκλείπω λέγων Αἰσχύλ. Πέρσ. 513· ἐκλ. ὄχλον λόγων ὁ αὐτ. Πρ. 827, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 52, Δημ. 784. 17· ἐκλ. Ἄνδρον, παρέρχομαι τὴν Ἄνδρον, Ἡρόδ. 4. 33· ἐκλ. ὁτιοῦν τῆς παρασκευῆς Θουκ. 7. 48· τὴν στρατιὰν Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 22· εἴτε ἐξέλιπον, σὸν ἔργον ἀναπληρῶσαι Πλάτ. Συμπ. 188Ε. - Παθ., ὄνειδος οὐκ ἐκλείπεται, δὲν λείπει τοῦ νὰ παρουσιασθῇ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 27. 2) ἐγκαταλείπω, ἀφίνω, τὴν πατρίδα, τὴν ξυμμαχίην, κτλ., Ἡρόδ. 1. 169, 6. 13, κτλ· τὸ ξυνώμοτον Θουκ. 2. 72· τὸν ὅρκον Εὐρ. Ι. Τ. 750· - καταλείπω καὶ φεύγω, τὴν τάξιν Ἡρόδ. 8. 24, κ. ἀλλ.· τὴν χώρην ὁ αὐτ. 4. 105, 118, κ. ἀλλ.· ἕδρας Αἰσχύλ. Θήβ. 218, πρβλ. Πέρσ. 128· ἀνὴρ ὅδ’..., προδούς μ’ ἔοικε κἀκλιπὼν τὸν πλοῦν στελεῖν Σοφ. Φ. 911, πρβλ. 58· - παραιτοῦμαι, ἐξέλιπον οἱ Πεισιστρατίδαι τὴν τυραννίδα Ἡρόδ. 6. 123· τὰ ὑπάρχοντα Θουκ. 1. 144· θρήνους Εὐρ. Φοίν. 1635· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2. 3) συχν. ἐν ἐλλειπτ. φράσεσιν, ὡς, ἐκλείπειν τὴν πόλιν ἐς τὰ ἄκρα, ἐγκαταλείπειν τὴν πόλιν καὶ καταφεύγειν εἰς τὰ ὀρεινὰ μέρη, Ἡρόδ. 6. 100, πρβλ 8. 50, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 4· οὕτως, ἐκ δ’ ἔλειπον οἴκους πρὸς ἄλλον εὐνάτορα Εὐρ. Ἀνδρ. 1040. 4) εἴ τις ἐξέλιπε τὸν ἀριθμὸν ἢ θανάτῳ βιηθεὶς ἢ νούσω (ἐπὶ τοῦ Περσικοῦ στρατιωτικοῦ σώματος τῶν ἀθανάτων), ἄν τις ἤθελεν ἀφήσει τὸν ἀριθμὸν τοῦτον ἐλλιπῆ, κτλ., Ἡρόδ. 7. 83. 5) ἐξαντλοῦμαι, «τελειώνω», ἐκλελοίπασιν ὑμᾶς αἱ προφάσεις Λυσ. 113. 391, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 657D. II. ἀμεταβ., ἐπὶ τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης, ὑφίσταμαι ἔκλειψιν, Θουκ. 2. 28· - πλῆρες, ὁ ἥλιος ἐκλιπὼν τὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἕδρην Ἡρόδ. 7. 37· ἐκλ. τὰς ὁδοὺς Ἀριστοφ. Νεφ. 584· πρβλ. ἔκλειψις. 2) ἀποθνήσκω, ὡς τὸ Λατ. decedere, οἱ ἐκλελοιπότες, οἱ ἀποθανόντες, Πλάτ. Νόμ. 856Ε, Ἰσαῖ. 84. 26· - ἀλλὰ συνηθέστερον πλῆρες, ὡς ὤφελον πάροιθεν ἐκλιπεῖν βίον Σοφ. Ἠλ. 1131· ὑφ’ ὧν ἥκιστα, ἐχρῆν τὸν βίον ἐκλιπὼν (= ἀποθανὼν) Ἀντιφῶν 113. 38· οὕτως, ἐκλ. φάος Εὐρ. Ἴων 1186, κτλ. 3) λιποθυμῶ, Ἱππ. Προρρ. 72. 4) καθόλου, τελειώνω, παύομαι, παρέρχομαι, «σταματῶ», τῇ μοι ὁ λόγος ἐξέλιπε Ἡρόδ. 7. 239· ἐκλείπει πυρετὸς Ἱππ. Ἀφ. 1251, πρβλ. Θουκ. 3. 87· ἐκλέλοιπεν εὐφρόνη, παρῆλθεν, ὅ ἐ. εἶναι ἡμέρα πλέον, Σοφ. Ἠλ. 19· ὥστε μὴ ’κλιπεῖν κλέος αὐτόθι 985, πρβλ. 1149· ἐνίοτε ὡσαύτως μετὰ μετοχῆς, παύομαι ποιῶν τι, Πλάτ. Μενέξ. 234Β, πρβλ. 249Β· μετὰ γεν., θεραπείας Πλουτ. Μάρκελλ. 17. 5) δὲν ὑπάρχω, λείπω, ῥώμη γὰρ ἐκλέλοιπεν, ἣν πρὶν εἴχομεν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 230· τὰς δὲ διὰ τοῦ σώματος (ἡδονὰς) ἐκλείποιεν Πλάτ. Πολ. 485D· περί τινος Ἀριστ. Πολ. 3. 15, 9, κτλ.

French (Bailly abrégé)

f. ἐκλείψω, ao.2 ἐξέλιπον, etc.
I. délaisser :
1 quitter, abandonner : τινά qqn ; πόλιν THC, τὴν Βοιωτίαν THC, τὰ ὑπάρχοντα THC une ville, la Béotie, ce qu’on possède ; τὸν βίον SOPH quitter la vie ; abs. déserter : στρατείαν XÉN abandonner une expédition, y renoncer ; ὅρκον EUR, ξυνώμοτον THC violer un serment, une convention jurée;
2 laisser de côté omettre : Ἄνδρον HDT passer sans entrer à Andros ; ὁτιοῦν τῆς παρασκευῆς THC omettre quoi que ce soit des préparatifs ; ὄχλον λόγων ESCHL omettre une foule de paroles;
II. intr. manquer, cesser, disparaître : διὰ τὸ ἐκλελοιπέναι τὴν χιόνα XÉN parce que la neige avait disparu ; ἡ φωνὴ ἐξέλιπε LUC la voix manqua ; νόσος ἐκλιποῦσα οὐδένα χρόνον τὸ παντάπασιν THC maladie qui n’avait jamais cessé absolument ; en parl. de pers. mourir ; s'éclipser en parl. du soleil, de la lune ; ἐκλ. τινός renoncer à qch ou cesser de faire qch.
Étymologie: ἐκ, λείπω.

English (Slater)

ἐκλείπω intrans.,
   1 fail φᾶ οὐδέ ποτ' ἐκλείψειν γενεάν (O. 6.51)

Spanish (DGE)

• Grafía: pap. frec. graf. ἐγλ-
A tr., gener. c. suj. de pers.
1 dejar, dejar atrás, abandonar c. ac. de pers. o lugares habitados τὴν χώρην πᾶσαν Hdt.4.105, cf. 118, προδούς μ' ... κἀκλιπών S.Ph.911, τὸ ναυτικὸν στράτευμ' Ἀχαιῶν S.Ph.58, τὰς πατρίδας Hdt.1.169, cf. Plb.4.64.4, c. εἰς o πρός y ac. ἐκλιπεῖν τὴν πόλιν ἐς τὰ ἄκρα τῆς Εὐβοίης abandonar la ciudad para ir a los altos de Eubea Hdt.6.100, cf. 8.50, ἄλοχοι δ' ἐξέλειπον οἴκους πρὸς ἄλλον εὐνάτορ' E.Andr.1040
abs. abandonar el lugar λεὼς ... ἐκλέλοιπεν A.Pers.128, οἱ δ' ἐκλιπόντες ἔφευγον εἰς τὰ ὄρη X.An.7.4.2, θεοὺς τοὺς τῆς ἁλούσης πόλεος ἐκλείπειν λόγος es fama que los dioses de una ciudad tomada (la) abandonan A.Th.219, κατά περ οἱ ἐκλιπόντες al igual que los emigrados Hdt.1.169
c. ac. de cosas y abstr. καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἐκλιπόντες abandonando incluso sus bienes Th.1.144, esp. ref. la vida βίον S.El.1131, Antipho 1.21, Arist.Pr.871b18, Plb.5.28.9, ἥλιον CIRB 115 (Panticapeo V a.C.), φάος E.Io 1186, cf. IUrb.Rom.1238 (imper.), τὸ ζῆν LXX 3Ma.2.23
c. suj. personif. o un abstr. abandonar, faltar, fallar ἐκλέλοιπεν εὐφρόνη S.El.19, ὁ ἥλιος ἐκλιπὼν τὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἕδρην Hdt.7.37, cf. Ar.Nu.584, ἀλλά με γῆρυς ἐκλείπει Thgn.942, ἦ σ' ἄφαρ ἐκλείψουσι περιπλομένοιο χρόνοιο (estas vilezas) pronto te abandonarán con el transcurso del tiempo Emp.B 110.8, ἐκλελοίπασιν ὑμᾶς αἱ προφάσεις Lys.8.16, τὸ παρ' ἡμῖν ἡμᾶς ἐλαφρὸν ἐκλείπει Pl.Lg.657d
dejar a un lado, pasar de largo Ἄνδρον Hdt.4.33.
2 dejar, renunciar c. ac. abstr. θήρας μόχθον E.Hipp.52, ἐκλιποῦσα ... θρήνους ... κόμιζε σαυτήν déjate de trenos ... y vete E.Ph.1635, frec. ref. a deberes y compromisos ἐξέλιπον ... τὴν τυραννίδα Hdt.6.123, τὴν ... συμμαχίην Hdt.6.13, τὰς ... γραφάς D.25.47, en el contrato de una nodriza μὴ ἐγλ[ι] βῖν τὴν τροφήαν (sic) BGU 1058.36.
de juramentos faltar a ἐκλιπόντων δὲ τῶνδε ... τὸ ξυνώμοτον Th.2.74, cf. E.IT 750.
3 c. ref. a una totalidad no alcanzada no completar, dejar incompleto εἴ τις αὐτῶν ἐξέλειπε τὸν ἀριθμόν Hdt.7.83, ὁτιοῦν ... τῆς νῦν παρασκευῆς Th.7.48, fig. ἣν ... ἐξέλιπεν πῦρ que había dejado (sin quemar) el fuego Orph.L.131.
4 ref. a actos de habla dejarse, omitir πολλὰ δ' ἐκλείπω λέγων κακῶν A.Pers.513, cf. Pr.827, εἴ τι ἐξέλιπον Pl.Smp.188e, c. suj. de abstr. ἃ ἐκλείπει ... ἁ γεωμετρία lo que no trata la geometría Archyt.B 4.
B intr.
I c. idea de mov.
1 indicando el término de un proceso acabar, cesar, extinguirse c. suj. de concr. φᾶ ... οὐδέ ποτ' ἐκλείψειν γενεάν afirmaba ... que su estirpe nunca se extinguiría Pi.O.6.51, μὴ ἐκλείποντος τοῦ πυρετοῦ Hp.Aph.4.56, ἡ νόσος ... ἐκλιποῦσα μὲν οὐδένα χρόνον τὸ παντάπασιν Th.3.87, ἐργασίαις ... αἳ νῦν διὰ τὸν πόλεμον ἐκλελοίπασιν Isoc.8.20, ἐκλείπει ὁ γόνος τῶν μελιττῶν περὶ τῶν τετταράκονθ' ἡμέρας Arist.HA 625b28, tb. de abstr. ὥστε μὴ 'κλιπεῖν κλέος S.El.985, νῦν δ' ἐκλέλοιπε ταῦτ' ... θανόντι σὺν σοί S.El.1149
en v. med. mismo sent. ὄνειδος ἐν φθιτοῖσιν οὐκ ἐκλείπεται A.Eu.97
de un discurso interrumpirse ἄνειμι δὲ ἐκεῖσε τοῦ λόγου τῇ μοι ... ἐξέλιπε Hdt.7.239
de plantas marchitarse ἀντὶ τῶν ἐγλειπόντων ἕτερα ἀντικαταφυτεύειν BGU 1120.33 (I a.C.)
de una fuente agotarse Plu.Marc.17
de una lámpara apagarse τινὰ λύχνον ἐκλελοιπότα ... ἀναλάμψαι πάλιν ἐποίησεν Gr.Nyss.Bas.115.21
c. part. cesar, dejar de ἵνα μὴ ἐκλίπῃ ὑμῶν ἡ οἰκία ... παρεχομένη Pl.Mx.234b, τιμῶσα οὐδέποτε ἐκλείπει Pl.Mx.249b
desfallecer ὁ μέγας Δαβίδ ... ἐκλείπων ὑπὸ τῆς τῶν μειζόνων ἐπιθυμίας (el gran David) desfalleciendo bajo la ambición de cosas mas importantes Gr.Nyss.Beat.108.8, cf. 11, ἐν ἐκλελοιπότι ... τῷ σώματι con el cuerpo desfallecido Gr.Nyss.Ep.1.25.
2 abs. morir, expirar ἔνθα καὶ Χάρης ... νοσηλευόμενος ἐκλείπει I.BI 4.68, μικροῦ δεῖν ἐξέλιπεν le faltó poco para morir I.AI 2.184, πᾶν τὸ πλῆθος Ισραηλ τὸ ἐκλεῖπον LXX 4Re.7.13, en part. subst. οἱ ἐκλιπόντες los difuntos Pl.Lg.856e, οἱ ἐκλελοιπότες Is.11.10
desaparecer de pers. ἐκλειπόντων τῶν ἁμαρτωλῶν ἀπὸ τῆς γῆς Gr.Nyss.M.44.224B.
3 de cuerpos celestes eclipsarse ὁ ἥλιος ἐξέλιπε Th.2.28, cf. Sch.Od. en POxy.3710.2.38, ἣν οὔθ ἥλιος ἐκλιπὼν ... ἐπισκιάσει (una verdad) que ni un eclipse de sol podrá oscurecer Ph.2.177, τοῦ ἡλίου ἐκλιπόντος Eu.Luc.23.45, ἡ σελήνη ... οὐκ ἐκλείψει LXX Is.60.20, cf. Ib.31.26, ἀστέρες ἐκλείποντες τοῦ οὐρανοῦ Artem.2.36
quedar desierto, ser abandonado (κῶμαι) PThmouis 1.76.17 (II d.C.).
II sin idea de mov.
1 faltar ῥώμη γὰρ ἐκλέλοιπεν E.HF 230, ἐκλείπει τις τῶν φυλάκων Aen.Tact.26.14, ἡμῖν ... τὸ ἐφόδιον ἐγλέλοιπεν PSI 495.17 (III a.C.), τροφά BGU 1058.36 (I a.C.)
medic., ref. al pulso ὁ ἐκλείπων deficiente Gal.8.524, 9.66, cf. Ps.Sor.Quaest.182
gram., en perf. ser defectivo de la conjugación ἐνίων δὲ συζυγίαι τινὲς ἐκλελοίπασιν S.E.M.1.238.
2 jur. renunciar, part. ἐκλιπών como trad. de lat. deficiens, que renuncia a un legado, Iust.Nou.1.1.

English (Strong)

from ἐκ and λείπω; to omit, i.e. (by implication) cease (die): fail.

English (Thayer)

future ἐκλείψω; 2nd aorist ἐξέλιπον;
1. transitive,
a. to leave out, omit, pass by.
b. to leave, quit (a place): τό ζῆν, τόν βίον, to die, Sophocles Electr. 1131; Polybius 2,41, 2, others; Dionysius Halicarnassus 1,24; Luc. Macrobius, 12; Alciphron 3,28.
2. intransitive, to fail; i. e. to leave off, cease, stop: τά ἔτη, Psalm 101: (cii.) 28 (where for תָּמַם); ἡ πίστις, ἐκλίπῃ (L text T Tr WH), Sept. as Thucydides down, it is used of the failing or eclipse of the light of the sun and the moon: τοῦ ἡλίου ἐκλιπόντος (WH ἐκλειποντος), the sun having failed (or failing), Tdf.; on this (without doubt the true) reading (see especially WH s Appendix, at the passage, and) cf., besides Tdf. s note, Keim, iii. 440 (English translation, 6:173) (to expire, die; so according to R G L marginal reading ἐκλίπητε in Sept. for גָּוַע, מוּת, Plato, legg. 6,759e.; 9,856e.; Xenophon, Cyril

Greek Monolingual

(AM ἐκλείπω)
1. αφήνω τη ζωή, πεθαίνω (α. «ο εκλιπών» — ο νεκρός
β. «οι εκλιπόντες» — οι νεκροί)
2. παύω να υπάρχω («λοιμώδεις νόσοι που έχουν εκλείψει», «εκλείπουν τα εφόδια», «Χαῑρε δι' ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει»)
3. (για ουράνια σώματα) παθαίνω έκλειψη
μσν.
κατακρατώ
αρχ.
1. παραλείπω, αποσιωπώ
2. εγκαταλείπω
3. αφήνω κάτι ατέλειωτο
4. απομακρύνομαι, φεύγω
5. (για τόπο κατά τη διάρκεια ταξιδιού) προσπερνώ, δεν σταματώ
6. λιποθυμώ
7. (για τον σφυγμό) διαλείπω.

Greek Monotonic

ἐκλείπω: μέλ. -ψω,
I. 1. αφήνω, παραλείπω, παρασιωπώ, αφήνω κατά μέρος, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., ὄνειδος οὐκ ἐκλείπεται, δεν παραλείπει να εμφανιστεί, σε Αισχύλ.
2. εγκαταλείπω, απαρνιέμαι, παραμελώ, παρατώ, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
3. σε ελλειπτικές φράσεις, ἐκλείπειν τὴν πόλιν εἰς τὰ ἄκρα, εγκαταλείπω την πόλη και καταφεύγω στα ορεινά, σε Ηρόδ.· εἴ τις ἐξέλιπε τὸν ἀριθμόν (λέγεται για το περσικό στρατιωτικό σώμα των «αθανάτων»), εάν κάποιος ήθελε να αφήσει τον αριθμό ασυμπλήρωτο, ημιτελή, στον ίδ.
II. αμτβ.,
1. λέγεται για τον ήλιο ή τη σελήνη, υφίσταμαι έκλειψη ή συσκότιση, σε Θουκ.· ολόκληρο, ὁ ἥλιος ἐκλιπὼν τὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἕδρην, σε Ηρόδ.· πρβλ. ἔκλειψις.
2. πεθαίνω, οἱ ἐκλελοιπότες, οι ἐκλιπόντες, οι πεθαμένοι, σε Πλάτ.· ολόκληρο, ἐκλ. βίον, σε Σοφ.
3. γενικά, αφήνω, εγκαταλείπω, παύω, σταματώ, διακόπτω, τελειώνω, σε Ηρόδ. κ.λπ.
4. αποτυγχάνω, είμαι ανεπαρκής, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκλείπω: (aor. 2 ἐξέλιπον)
1) оставлять, уходить, покидать (τὴν Βοιωτίαν Thuc.): τὴν πόλιν ἐξέλιπον εἰς χωρίον ὀχυρόν Xen. они переселились из города в укрепленное место; ἐ. τὸν βίον Soph., Arst., Plut., φάος Eur. и τὸ ζῆν Polyb., Plut. покидать жизнь, умирать; ἐκλιπεῖν τὸν ἀριθμόν Her. выбыть из числа, не хватать;
2) покидать, бросать (τινά Soph.): ἐ. στρατείαν Xen. уклоняться от участия в походе;
3) дезертировать (οἱ ἐκλιπόντες ἔφευγον εἰς τὰ ὄρη Xen.);
4) лишаться, утрачивать (τὴν τυραννίδα Her.);
5) не исполнять, нарушать (ὃρκον Eur.; ξυνώμοτον Thuc.): ὅσα ἐξελελοίπεσαν τῆς ξυνθήκης Thuc. невыполненные пункты договора;
6) проходить мимо, миновать (Ἄνδρον Her.);
7) оставлять в стороне, обходить, пренебрегать: ὄχλον τὸν πλεῖστον ἐκλείψω λόγων Aesch. я умолчу о множестве обстоятельств; εἴ τι ἐξέλιπον, σὸν ἔργον ἀναπληρῶσαι Plat. если я что-л. упустил, твое дело дополнишь (меня); θεραπείας σώματος ἐκλιπεῖν Plut. пренебречь заботами о теле; τὸ βοηθεῖν ἐκλιπεῖν Plut. не оказать поддержки;
8) оставлять, прекращать (θρήνους Eur.; γραφάς Dem.): θήρας μόχθον ἐκλελοιπώς Eur. прервав утомительную охоту; ὄνειδος οὐκ ἐκλείπεται Aesch. упрекам нет конца;
9) прекращаться, кончаться: ἐκλέλοιπεν εὐφρόνη (= νύξ) Soph. ночь прошла; διὰ τὸ ἐκλελοιπέναι τὴν χιόνα Xen. так как снег сошел; ἡ φωνὴ ἐξέλιπε (v.l. ἐξέλειπε) Luc. голос пропал; ἐπειδὴ ἐκλελοίπασιν ὑμᾶς αἱ προφάσεις Lys. после того, как предлоги у вас истощились: ἄνειμι ἐκεῖσε τοῦ λόγου, τῇ μοι τὸ πρότερον ἐξέλιπε Her. я возвращусь к той части рассказа, которая раньше прервалась; τοὔνομα τῆς Ταρπηΐας ἐξέλιπε Plut. имя Тарпеи было забыто;
10) умирать: οἱ ἐκλιπόντες или ἐκλελοιπότες Plat. умершие;
11) подвергаться затмению (ὁ ἥλιος ἐξέλιπε Thuc., Plut.; ἡ σελήνη ἐκλείπει Arst.).

Middle Liddell

fut. ψω
I. to leave out, omit, pass over, Hdt., Aesch., etc.:—Pass., ὄνειδος οὐκ ἐκλείπεται fails not to appear, Aesch.
2. to forsake, desert, abandon, Hdt., Aesch., etc.
3. in elliptic phrases, ἐκλείπειν τὴν πόλιν εἰς τὰ ἄκρα to abandon the city and go to the heights, Hdt.; εἴ τις ἐξέλιπε τὸν ἀριθμόν (of the Persian immortals) if any one left the number incomplete, Hdt.
II. intr., of the sun or moon, to suffer an eclipse, Thuc.;—in full, ὁ ἥλιος ἐκλιπὼν τὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἕδρην Hdt.; cf. ἔκλειψις.
2. to die, οἱ ἐκλελοιπότες the deceased, Plat.; in full, ἐκλ. βίον Soph.
3. generally, to leave off, cease, stop, Hdt., etc.
4. to fail, be wanting, Eur.

Chinese

原文音譯:™kle⋯pw 誒克-累坡
詞類次數:動詞(3)
原文字根:出去-缺乏 相當於: (חָדַל‎) (חָרֵב‎) (כָּלָה‎) (מוּשׁ‎)
字義溯源:略去,消失,失去,終止,死亡,無用,窮盡;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(λείπω)*=缺少,留下)組成
出現次數:總共(3);路(2);來(1)
譯字彙編
1) 你⋯失去(1) 路22:32;
2) 窮盡(1) 來1:12;
3) 錢財無用(1) 路16:9

English (Woodhouse)

fail, quit, be deficient, be eclipsed, be wanting, depart from life, fall short, give out, leave out, with non-personal subject

⇢ Look up "ἐκλείπω" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)