ἐπιλέγω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span><i>f.</i> ἐπιλέξω, <i>ao.</i> ἐπέλεξα;<br />choisir : ἐπιλελεγμένοι <i>ou</i> ἐπειλεγμένοι hommes choisis;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπιλέγομαι;<br /><b>I.</b> choisir pour soi;<br /><b>II.</b> rassembler pour soi, <i>d’où</i><br /><b>1</b> <i>fig.</i> rassembler par la pensée ; penser à, méditer : [[τι]] qch ; [[οὐκ]] <i>ou</i> μὴ ἐπ. HDT ne | |btext=<span class="bld">1</span><i>f.</i> ἐπιλέξω, <i>ao.</i> ἐπέλεξα;<br />choisir : ἐπιλελεγμένοι <i>ou</i> ἐπειλεγμένοι hommes choisis;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπιλέγομαι;<br /><b>I.</b> choisir pour soi;<br /><b>II.</b> rassembler pour soi, <i>d’où</i><br /><b>1</b> <i>fig.</i> rassembler par la pensée ; penser à, méditer : [[τι]] qch ; [[οὐκ]] <i>ou</i> μὴ ἐπ. HDT ne s'inquiéter en rien de ; <i>p. ext.</i> penser, croire;<br /><b>2</b> rassembler par la parole, lire, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[λέγω]]².<br /><span class="bld">2</span><i>f.</i> ἐπιλέξω, <i>ao.</i> ἐπέλεξα;<br />dire ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> dire en outre, ajouter à ce qu’on a dit : [[τι]] qch;<br /><b>2</b> appeler d’un nom, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[λέγω]]³. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles |
Revision as of 08:15, 22 August 2022
English (LSJ)
A say in connection with an action, etc., Hdt.2.35,64, etc.; ποιεῖν τι καὶ ἐπιλέγειν say while or after doing it, Id.4.65; παίζουσιν ἐπιλέγοντες Id.5.4; ἐ. λόγον τόνδε, ὡς . . Id.2.156, 8.49; ἐξηπάτων . . ἐπιλέγων τοιαυτί Ar.Eq.418; ἐ. τεκμήρια τὴν ἄλλην αὐτοῦ . . παρανομίαν citing it as proof, Th.6.28, cf. Alciphr.3.56. 2. say besides, ἑκάστῳ "σοὶ μέν κτλ." X.Cyr..1.3.7, cf. Arist.Rh.1395a27, Ph.1.512; τὴν αἰτίαν ἐ. Arist.Rh.1417a28:—Med., repeat, D.H.Rh..11.5:—Pass., [τὰ] ἐπιλεγόμενα Arist.Rh..1394a13. 3. call by name, Hdt.5.70; ἐπέλεγον δὲ κιθαρῳδικούς (sc. νόμους) Pl.Lg.700b:—Med., A.Supp.49 (lyr.):— Pass., to be surnamed, J.AJ13.10.4. 4. utter, pronounce a spell (cf.ἐπεῖπον), ῥῆσιν μυστικήν Ath.11.496b; ῥῆσίν τινα μακράν Luc.Nec. 7; τοὺς ἀνθρώπους ἐπιλέγειν τῷ λοιμῷ φεῦγ' ἐς κόρακας Arist.Fr. 496, cf.Pr.926b23, EN1109b11. 5. attribute, τινὶ τὸ καλόν, τὸ χρήσιμον, Id.Pol.1323b12; ἐ. τοῖς εὖ ἔχουσιν ἔργοις, ὅτι . . Id.EN1106b10. 6. say against one, App.BC3.18. II. pick out, select, Hdt. 3.44, 81; ἔκ τινων πεζούς Wilcken Chr.11 A 35 (ii B.C.):—freq. in Med., τῶν Βαβυλωνίων ἐπελέξατο he chose him certain of the Babylonians, Hdt.3.157, cf.6.73, Th.7.19, Arist.Fr.151, Wilcken Chr.11 A 49 (ii B.C.), D.S.3.74:—Pass., ἐπιλελεγμένοι or ἐπειλεγμένοι chosen men, X.Cyr.3.3.41, Isoc.4.146, POxy.1210.4 (i B.C.), etc.; οἱ ἐπιλεγέντες SIG577.72 (Milet., iii/ii B.C.). III. Med., think upon, think over, ταῦτα Hdt.1.78, 2.120, al., cf.Ant.Lib.5.4; μὴ ἐ. not to care, Hdt. 7.236, al.; οὐδαμὰ ἐ. μή κοτε . . to have no fear lest... Id.3.65, cf. 7.149: c.inf., πᾶν ἐπιλεγόμενος πείσεσθαι expecting . ., Id.7.49, cf. 52: rare in Trag., μηδ' ἐπιλεχθῇς Ἀγαμεμνονίαν εἶναί μ' ἄλοχον deem me not to be... A.Ag.1498 (anap.). 2. in Hdt. also, con over, read, τὸ βυβλίον, τὰ γράμματα, 1.124,125,2.125, al., cf. Paus.1.12.3, al., Hld.4.8: so in Act., Them.Or.11.153a. 3. recount, in speaking, τὴν αἰσχύνην καὶ τὸν κίνδυνον D.H.9.57.
German (Pape)
[Seite 957] 1) noch dazu sagen, zu dem schon Gesagten hinzufügen, λόγον τόνδε Her. 2, 156 u. öfter; κεφαλὰς παραφέρει καὶ ἐπιλέγει ὡς, u. sagt dabei, 4, 65; παίζουσι ἐπιλέγοντες 5, 4; λόγους Plat. Legg. III, 700 e; τεκμήρια, Gründe dazu anführen, Thuc. 6, 28; ἔπεμπε – ἐπιλέγειν κελεύων τὸν φέροντα, u. trug ihm auf, dabei zu sagen, Xen. An. 1, 9, 26; vgl. Cyr. 1, 3, 7; Sp.; – zurufen, Ar. Equ. 416; – vorwerfen, App. B. C. 3, 18. – 2) auslesen, erwählen, τῶν ἀρίστων ἐπιλέξαντες ὁμιλίην Her. 3, 81; Sp.; gew. im med. für sich auslesen, Her. 3, 157; τῶν Εἱλώτων ἐπιλεξάμενοι τοὺς βελτίστους Thuc. 7, 19; Sp.; pass., ὑμεῖς καὶ τῶν ὁμοτίμων γεγόνατε καὶ ἐπιλελεγμένοι ἐστέ Xen. Cyr. 3, 3, 41; Sp.; ἀριστίνδην ἐπειλεγμένοι Isocr. 4, 146, wo vor Bekker ἐπιλελεγμένοι stand. – 3) med., – a) erwähnen, nennen, Aesch. Suppl. 48. – b) überlegen, bedenken, Her. 1, 78 u. öfter; mit folgdm μή, 7, 149; auch = fürchten, 3, 65; ὡς εἴη, 1, 86; αἰσχύνην D. Hal. 9, 57. – c) lesen, durchlesen, Her. oft, βιβλίον, γράμματα, 1, 124. 3, 41; Paus. 10, 12, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλέγω: λέγω πρὸς τοῖς ἄλλοις ἢ μετά τι, Ἡρόδ. 2. 35, 64, κτλ.· ποιεῖν τι καὶ ἐπιλέγειν, ποιεῖν τι καὶ ἐπ’ αὐτῷ ἢ μετ’ αὐτὸ λέγειν, ὁ αὐτ. 4. 65· παίζουσιν ἐπιλέγοντες ὁ αὐτ. 5. 4· ἐπ. τὸν λόγον τόνδε, ὡς... ὁ αὐτ. 2. 156., 8. 49· ἐξηπάτων... ἐπιλέγων τοιαυτὶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 418· ἐπιλέγοντες τεκμήρια τὴν ἄλλην αὐτοῦ... παρανομίαν, ἀναφέροντες ὡς ἀπόδειξιν, Θουκ. 6. 28· ἐπ. τινί τι Ξεν. Κύρ. 1. 3, 7: - οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, ἐπαναλαμβάνω, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 11. 5. 2) καλῶ ἐξ ὀνόματος, Ἡρόδ. 5. 70, Πλάτ. Νόμ. 700B· οὕτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 49. 3) ἀποδίδω εἴς τινα, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 1, 7· ἐπ. τινί, ὡς..., λέγω περί τινος ὅτι..., ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 9. 4) λέγω ἐναντίον τινός, Ἀππ. Ἐμφύλ. 3. 18. ΙΙ. ἐκλέγω, διαλέγω, Ἡρόδ. 3. 44, 81· ἀλλὰ συνηθέστερον ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, τῶν Βαβυλωνίων ἐπελέξατο, ἐξέλεξε δι’ ἑαυτὸν τινὰς ἐκ τῶν..., ὁ αὐτ. 3. 157, πρβλ. 6. 73, Θουκ. 7. 19, Ἀριστ. Ἀποσπ. 146. - Παθ., ἐπιλελεγμένοι ἢ ἐπειλεγμένοι, ἐπίλεκτοι, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 41, πρβλ. Ἰσοκρ. 71B Βεκκ. ΙΙΙ. ὡσαύτως ἐν τῷ Μέσ., σκέπτομαι περί τινος, ἀναλογίζομαι, ταῦτα Ἡρόδ. 1. 78., 2. 120 κ. ἀλλ.· οὐκ ἢ μὴ ἐπ., nihil curare, 7. 236 κ. ἀλλ.· οὐδαμὰ ἐπιλεξάμενος, μή κοτέ τίς μοι ἐπανασταίη, οὐδαμῶς φοβηθεὶς μή..., 3. 65., 7. 149· μετ’ ἀπαρ., πᾶν ἐπιλεγόμενος πείσεσθαι, περιμένων, προσδοκῶν..., 7. 49, πρβλ. 52· σπαν. παρ’ Ἀττ., μηδ’ ἐπιλεχθῇς Ἀγαμεμνονίαν εἶναί μ’ ἄλοχον, μηδὲ νά με θεωρήσῃς ὡς γυναῖκα τοῦ Ἀγαμέμνονος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1498 (ἀλλ’ ὁ Ἕρμανν., μηκέτι λεχθῇ δ’ Ἀγαμ. μ. εἶ. ἄλ., μηδὲ νὰ λεχθῇ πλέον ὅτι...). 2) παρ’ Ἡροδ. ὡσαύτως, διέρχομαι, ἀναγινώσκω, τὸ βιβλίον, τὰ γράμματα 1. 124, 125., 2. 125 κ. ἀλλ.· οὕτως ἐν Παυσ. 1. 12, 3.
French (Bailly abrégé)
1f. ἐπιλέξω, ao. ἐπέλεξα;
choisir : ἐπιλελεγμένοι ou ἐπειλεγμένοι hommes choisis;
Moy. ἐπιλέγομαι;
I. choisir pour soi;
II. rassembler pour soi, d’où
1 fig. rassembler par la pensée ; penser à, méditer : τι qch ; οὐκ ou μὴ ἐπ. HDT ne s'inquiéter en rien de ; p. ext. penser, croire;
2 rassembler par la parole, lire, acc..
Étymologie: ἐπί, λέγω².
2f. ἐπιλέξω, ao. ἐπέλεξα;
dire ; particul.
1 dire en outre, ajouter à ce qu’on a dit : τι qch;
2 appeler d’un nom, acc..
Étymologie: ἐπί, λέγω³.
Spanish
English (Thayer)
(present passive participle ἐπιλεγόμενος); 1st aorist middle participle ἐπιλεξάμενος;
1. to say besides (cf. ἐπί, D. 4) (Herodotus, et al.); to surname (Plato, legg. 3, p. 700b.): in passive Tdf. τό λεγομένη), unless the meaning to name (put a name upon) be preferred here; cf. ἐπονομάζω.
2. to choose for (Herodotus and following; the Sept.); middle to choose for oneself: Herodotus 3,157; Thucydides 7,19; Diodorus 3,73 (74); 14,12; Josephus, Antiquities 4,2, 4, and others).
Greek Monolingual
(AM ἐπιλέγω)
1. διαλέγω, εκλέγω, ξεχωρίζω (α. «επέλεξα τους καλύτερους» β. «Παῡλος ἐπιλεξάμενος Σίλαν ἐξῆλθε», ΚΔ)
2. παθ. επονομάζομαι, επικαλούμαι («Ἰησοῦς ὁ ἐπιλεγόμενος Χριστός»)
νεοελλ.
λέω τον επίλογο
αρχ.-μσν.
1. λέω επί πλέον ή μετά από άλλο
2. επαναλαμβάνω
μσν.
ορίζω, καθορίζω
αρχ.
1. καλώ με το όνομα, επονομάζω («πολλοὺς Ἀθηναίων, τοὺς ἐναγέας ἐπιλέγων», Ηρόδ.)
2. απαγγέλλω μαγική φράση ή κατάρα
3. αποδίδω σε κάποιον κάτι («τούτοις ἐπιλέγειν μὴ μόνον τὸ καλὸν ἀλλὰ και τὸ χρήσιμον», Αριστοτ.)
4. μιλώ εναντίον κάποιου
5. μέσ. ἐπιλέγομαι
α) σκέπτομαι, στοχάζομαι («ταῦτα ἐπιλεγομένῳ Κροίσῳ», Ηρόδ.)
β) διαβάζω ώς το τέλος
γ) διηγούμαι («τὴν αἰσχύνην καὶ τὸν κίνδυνον ἐπιλεγόμενος», Διον. Αλ.).
Greek Monotonic
ἐπιλέγω: μέλ. -ξω,
I. διαλέγω, εκλέγω, επιλέγω, σε Ηρόδ. — Μέσ., τῶν Βαβυλωνίων ἐπελέξατο, διάλεξε γι' αυτόν συγκεκριμένους Βαβυλωνίους, στον ίδ.· ομοίως και στην Αττ. — Παθ., ἐπιλελεγμένοι ή ἐπειλεγμένοι, επίλεκτοι, σε Ξεν.
II. 1. λέω επιπροσθέτως, συμπληρώνω, προσθέτω περαιτέρω, σε Ηρόδ.
2. αποκαλώ ονομαστικά, στον ίδ.
III. στην Ιων. επίσης, στη Μέσ.
1. αναλογίζομαι, ξανασκέφτομαι, τι, σε Ηρόδ.· οὐκ ἐπ., nihil curare, στον ίδ.· με απαρ., περιμένω ή προσδοκώ κάτι, στον ίδ.· ομοίως επίσης και στον Αισχύλ.
2. επαναλαμβάνω, διαβάζω, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιλέγω:
I λέγω III] (aor. ἐπέλεξα)
1) (после чего-л. или при чем-л.) говорить, (к сказанному) добавлять, присовокуплять (λόγον τόνδε Her.; τεκμήρια Thuc.; τινί τι Xen.; φωνήν τινος Arst.): ἐπιλέγεται δέ τις καὶ μῦθος ὡς … Arst. к этому добавляется еще басня о том, как …;
2) приписывать (τινί τι и τινὶ ὅτι … Arst.);
3) тж. med. называть по имени, именовать (τοὺς ἐναγέας Her.; κιθαρῳδικοὺς τοὺς νόμους Plat.; κολυμβήθρα ἡ ἐπιλεγομένη Ἑβραϊοτὶ Βηθσαϊδά NT): μηδ᾽ ἐπιλεχθῇς Ἀγαμεμνονίαν εἶναί μ᾽ ἄλοχον Aesch. и не называй меня супругой Агамемнона.
II λέγω II]
1) преимущ. med. выбирать, избирать (τῶν ἀρίστων ὁμιλίην Her.; med. τοὺς βελτίστους τῶν εἱλώτων Thuc.; πεντακισχιλίους Σπαρτιατῶν Plut.): ἐπιλελεγμένοι Xen. или ἐπειλεγμένοι Isocr. отобранные (отборные) люди,;
2) med. (о войске) набирать (στρατιώτιδας γυναῖκας Diod.);
3) med. раздумывать, размышлять, обдумывать (ταῦτα Her., Plut.);
4) med. думать, заботиться (τὰ πρήγματά τινος Her.): οὐδαμὰ ἐπιλεξάμενος μή τις ἐπανασταίη Her. нисколько не опасаясь, что кто-л. поднимет восстание; πᾶν ἐπιλεγόμενος πείσεσθαι χρῆμα Her. учитывая, что случиться может всякое;
5) med. прочитывать (τὸ βιβλίον, τὰ γράμματα Her.).
Middle Liddell
fut. ξω
I. to choose, pick out, select, Hdt.:— Mid., τῶν Βαβυλωνίων ἐπελέξατο he chose him certain of the Babylonians, Hdt.; so in attic:—Pass., ἐπιλελεγμένοι or ἐπειλεγμένοι chosen men, Xen.
II. to say in addition, add further, Hdt.
2. to call by name, Hdt.
III. in ionic Gr. also, in Mid.
1. to think upon, think over, τι Hdt.; οὐκ ἐπ., nihil curare, Hdt.; c. inf. to deem or expect that, Hdt.; so also in Aesch.
2. to con over, read, Hdt.
Chinese
原文音譯:™pilšgomai 誒披-累哥買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在上-安置(說)
字義溯源:稱呼,揀選,選擇,叫作,求告;由(ἐπί)*=在⋯上)與(λέγω / εἴρω)*=陳述)組成。參讀 (αἱρέομαι)同義字。
同義字:1) (ἐπιλέγω)稱呼 2) (ἐπονομάζω)稱為 3) (καλέω)召,名叫 4) (λέγω / εἴρω)陳述,叫 5) (ὀνομάζω)起名 6) (προσαγορεύω)講說,稱呼 7) (φωνέω / ἐμφωνέω)發聲,叫 8) (χρηματίζω)發表神諭,叫作
出現次數:總共(2);約(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 揀選了(1) 徒15:40;
2) 叫(1) 約5:2