εἰκοτολογία: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[conjetura]], [[probabilidad]] op. [[ἐπιστήμη]] ‘[[conocimiento]]’ εἰ. καὶ σ[το] [[χασμός]] Phld.<i>Rh</i>.2.137Aur., αἰτιολογίαι δὲ καὶ εἰκοτολογίαι Ps.Archyt.<i>Pyth.Hell</i>.37.1, αἱ δὲ προστιθέμεναι εἰκοτολογίαι περὶ τῶν τοιούτων οὐκ εἰσὶ Πυθαγορικαί Iambl.<i>VP</i> 82 (= Pythag.C 4.86), καλῶς ὁ Πλάτων τὴν φυσιολογίαν εἰκοτολογίαν ἔλεγεν εἶναι con razón decía Platón que la fisiología era pura hipótesis</i> Simp.<i>in Ph</i>.18.30, cf. Str.13.3.1, Syrian.<i>in Metaph</i>.5.5, Eust.729.20, op. [[ἀλήθεια]] Procl.<i>in Ti</i>.1.339.1, op. τὸ ἀνέλεγκτον καὶ ἄπταιστον Procl.<i>in Ti</i>.1.348.26. | |dgtxt=-ας, ἡ<br />[[conjetura]], [[probabilidad]] op. [[ἐπιστήμη]] ‘[[conocimiento]]’ εἰ. καὶ σ[το] [[χασμός]] Phld.<i>Rh</i>.2.137Aur., αἰτιολογίαι δὲ καὶ εἰκοτολογίαι Ps.Archyt.<i>Pyth.Hell</i>.37.1, αἱ δὲ προστιθέμεναι εἰκοτολογίαι περὶ τῶν τοιούτων οὐκ εἰσὶ Πυθαγορικαί Iambl.<i>VP</i> 82 (= Pythag.C 4.86), καλῶς ὁ Πλάτων τὴν φυσιολογίαν εἰκοτολογίαν ἔλεγεν εἶναι con razón decía Platón que la fisiología era pura hipótesis</i> Simp.<i>in Ph</i>.18.30, cf. Str.13.3.1, Syrian.<i>in Metaph</i>.5.5, Eust.729.20, op. [[ἀλήθεια]] Procl.<i>in Ti</i>.1.339.1, op. [[τὸ ἀνέλεγκτον καὶ ἄπταιστον]] Procl.<i>in Ti</i>.1.348.26. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[εἰκοτολογία]])<br />η [[διατύπωση]] μιας άποψης [[κατά]] συμπερασμό, [[χωρίς]] [[βεβαιότητα]]. | |mltxt=η (Α [[εἰκοτολογία]])<br />η [[διατύπωση]] μιας άποψης [[κατά]] συμπερασμό, [[χωρίς]] [[βεβαιότητα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 22 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A probability or inference therefrom, likely explanation, probable conjecture Archyt. ap. Stob.1.41.5, Phld.Rh. 1.80 S., Str.13.3.1, Iamb.VP18.86 (pl.), Herm. in Phdr. p.74 A. (pl.), Simp.in Ph.18.30.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκοτολογία: ἡ, πιθανολογία, πιθανὴ εἰκασία, Ἀρχύτ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 724, Στράβων 620.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
conjetura, probabilidad op. ἐπιστήμη ‘conocimiento’ εἰ. καὶ σ[το] χασμός Phld.Rh.2.137Aur., αἰτιολογίαι δὲ καὶ εἰκοτολογίαι Ps.Archyt.Pyth.Hell.37.1, αἱ δὲ προστιθέμεναι εἰκοτολογίαι περὶ τῶν τοιούτων οὐκ εἰσὶ Πυθαγορικαί Iambl.VP 82 (= Pythag.C 4.86), καλῶς ὁ Πλάτων τὴν φυσιολογίαν εἰκοτολογίαν ἔλεγεν εἶναι con razón decía Platón que la fisiología era pura hipótesis Simp.in Ph.18.30, cf. Str.13.3.1, Syrian.in Metaph.5.5, Eust.729.20, op. ἀλήθεια Procl.in Ti.1.339.1, op. τὸ ἀνέλεγκτον καὶ ἄπταιστον Procl.in Ti.1.348.26.
Greek Monolingual
η (Α εἰκοτολογία)
η διατύπωση μιας άποψης κατά συμπερασμό, χωρίς βεβαιότητα.