ἀθροότης: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ητος, ἡ<br />[[totalidad]], [[conjunto]] κατὰ ἀθροότητα op. κατὰ μέρη Epicur.<i>Ep</i>.[3] 106, τῇ ἀθροότητι καὶ τῷ πλήθει τοῦ θερμοῦ Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.43, cf. 59, 80. | |dgtxt=-ητος, ἡ<br />[[totalidad]], [[conjunto]] κατὰ ἀθροότητα op. [[κατὰ μέρη]] Epicur.<i>Ep</i>.[3] 106, τῇ ἀθροότητι καὶ τῷ πλήθει τοῦ θερμοῦ Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.43, cf. 59, 80. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀθροότης:''' ητος ἡ совокупность, скопление Diog. L. | |elrutext='''ἀθροότης:''' ητος ἡ совокупность, скопление Diog. L. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 22 August 2022
English (LSJ)
ητος, ἡ, (ἀθρόος) A a being massed together, collectivity, κατὰ -ότητα, opp. κατὰ μέρη, Epicur.Ep.2p.49U.
German (Pape)
[Seite 48] ἡ, Gesammtheit, D. L. 10, 106.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθροότης: -ητος, ἡ, (ἀθρόος), τὸ εἶναι ὁμοῦ συμπεπυκνωμένους, Διογ. Λ. 10, 106.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
totalidad, conjunto κατὰ ἀθροότητα op. κατὰ μέρη Epicur.Ep.[3] 106, τῇ ἀθροότητι καὶ τῷ πλήθει τοῦ θερμοῦ Alex.Aphr.Pr.1.43, cf. 59, 80.
Russian (Dvoretsky)
ἀθροότης: ητος ἡ совокупность, скопление Diog. L.