τοποθεσία: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τοποθεσία:''' ἡ местоположение Diod., Plut.
|elrutext='''τοποθεσία:''' ἡ [[местоположение]] Diod., Plut.
}}
}}

Revision as of 10:30, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοποθεσία Medium diacritics: τοποθεσία Low diacritics: τοποθεσία Capitals: ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ
Transliteration A: topothesía Transliteration B: topothesia Transliteration C: topothesia Beta Code: topoqesi/a

English (LSJ)

ἡ, A topography, τῆς κατ' Αἴγυπτον χώρας D.S.1.42, cf. Cic.Att.1.16.18, Ptol.Geog.1.1.3. 2 Astrol., situation, arrangement of heavenly bodies in regions, Vett.Val.42.12. II description of a place, to pographical account, Cic.Att.1.13.5. 2 plan, survey, POxy. 100.10 (ii A. D.), etc. 3 region, quarter, PMasp. 162.9 (vi A. D.). 4 = canalis, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1129] ἡ, 1) die Lage, Stellung eines Ortes, D. Sic. – Häufiger 2) Beschreibung der Lage eines Ortes, topographische Angabe, Cic. Att. 1, 13.

Greek (Liddell-Scott)

τοποθεσία: ἡ, θέσις τόπου, τὸ μέρος ἔνθα κεῖται τόπος τις, Διόδ. 1. 42, κλπ. ΙΙ. περιγραφὴ τόπου, τοπογραφικὴ ἐξέτασις, Κικ. πρ. Ἀττ. 1. 13, 5., 16 ἐν τέλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ τοποθετῶ
1. συγκεκριμένη θέση σε έναν τόπο (α. «σε ποια τοποθεσία έγινε η σύγκρουση;» β. «περὶ τῆς τοποθεσίας τῆς κατ' Αἴγυπτον χώρας», Διόδ.)
2. περιοχή, περιφέρεια ή συνοικία («το σπίτι τους είναι στην ωραιότερη τοποθεσία του χωριού»)
μσν.
τοποθέτηση, κατάταξη
αρχ.
1. περιγραφή, παρουσίαση τόπου
2. σχέδιο, άποψη
3. διώρυγα.

Russian (Dvoretsky)

τοποθεσία:местоположение Diod., Plut.