δίυγρος: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui imprègne | |btext=ος, ον :<br />qui imprègne d'humidité : δίυγρα πήματα ESCHL douleurs qui pénètrent et imprègnent l’âme.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ὑγρός]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:20, 23 August 2022
English (LSJ)
ον, A washed out, pale, δ. τὴν εἰδέην Hp.Int.43 (A.Th.990 is corrupt). 2 of a melting glance, νεῦμα δ. AP12.68.7 (Mel.). II liquid, moist, Arist.Pr.887b25; ἀναθυμίασις Porph. Sent.29; στοιχεῖον δ., of the sea, Id. ap. Eus.PE3.11; τὸ δ. τῆς ὕλης Jul.Or.5.165d; πνεῦμα Iamb.Myst.4.13; watery, αἷμα Steph. in Hp. 1.132 D.
German (Pape)
[Seite 644] durchnäßt, ganz u. gar feucht; Hippocr. u. Folgde; νεῦμα Mel. 14 (XII, 69). Übertr., τριπάλτων πημάτων δ. Aesch. Spt. 972, von dreifachem Weh getroffen.
Greek (Liddell-Scott)
δίυγρος: -ον, ἐντελῶς ὑγρός, Ἱππ. 537. 25, κτλ.· τὸ χωρίον Αἰσχύλ. Θήβ. 985 εἶναι ἐφθαρμ. 2) ἔχων τὸ βλέμμα τακερόν, Ἀνθ. Π. 12. 68, πρβλ. ὑγρός ΙΙ. 5. ΙΙ. ὑγρός, πλήρης ὑγρασίας, Ἀριστ. Προβλ. 8. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui imprègne d'humidité : δίυγρα πήματα ESCHL douleurs qui pénètrent et imprègnent l’âme.
Étymologie: διά, ὑγρός.
Spanish (DGE)
-ον
completamente húmedo, muy húmedo, empapado χροιή Hp.Int.11, cf. 43, ἡ δὲ πιμελὴ θερμόν, ἂν μὴ δ. Arist.Pr.887b25, στόμα Aret.SA 1.5, ἔδαφος Thphr.CP 2.4.1, γῆ Thphr.CP 3.2.6, τέλμα Hld.9.8.6, στοιχεῖον del mar, Porph.Fr.359.104, ἀναθυμίασις δ. exhalación húmeda Porph.Sent.29, τὸ δίυγρον τῆς ὕλης el principio húmedo de la materia Iul.Or.8.165c, πνεῦμα δ. aliento húmedo Iambl.Myst.4.13, cf. Vett.Val.386.24
•fluido, muy líquido αἷμα Steph.in Hp.Progn.146.13, cf. Sch.A.R.3.1398
•fig. de la mirada γλυκὺ δ' ὄμμασι νεῦμα δίυγρον dulce señal húmeda en sus ojos, AP 12.68 (Mel.).
Greek Monolingual
δίυγρος, -ον (Α)
1. εντελώς υγρός, διάβροχος
2. κορεσμένος, πλήρης
3. (για βλέμμα) γλυκό, γεμάτο ηδυπάθεια
4. αυτός που έχει χρώμα ωχρό, κιτρινιάρης
5. ασθενικός, μαλθακός.
Russian (Dvoretsky)
δίυγρος:
1) промокший, влажный (ἀήρ Arst.);
2) томный, нежный (ὄμμασι νεῦμα δίυγρον δοῦναι Anth.);
3) перен. пропитанный, отягощенный (τριπάλτων πημάτων Aesch.).