λινουργός: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> cordier <i>ou</i> tisserand;<br /><b>2</b> sorte de pierre;<br /><b>3</b> [[οἱ]] λινουργοί sorte d’oie.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]], [[ἔργον]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> cordier <i>ou</i> tisserand;<br /><b>2</b> sorte de pierre;<br /><b>3</b> [[οἱ]] λινουργοί sorte d'oie.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]], [[ἔργον]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:50, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνουργός Medium diacritics: λινουργός Low diacritics: λινουργός Capitals: ΛΙΝΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: linourgós Transliteration B: linourgos Transliteration C: linourgos Beta Code: linourgo/s

English (LSJ)

όν, A working flax, spinning or weaving, γυνή Alex.35. II as substantive λ., ὁ, linen-weaver, PMagd. 36.2 (iii B.C.), Str.3.4.9, PRyl.397.2 (iii A. D.), Cat.Cod.Astr.8(4).137; συντεχνία λ. IGRom.3.896 (Anazarba). 2 a kind of goose, Dionys.Av.3.23. 3 a kind of stone, Ps.-Plu.Fluv.22.3. 4 λινουργοί, οἱ, name given to the proletariate, D.Chr.34.21.

German (Pape)

[Seite 50] Flachs bearbeitend, Leinwand webend; γυνή, Alexis bei Poll. 7, 72; Strab. III, 160.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος τὸ λινάρι, κλώθων ἢ ὑφαίνων ἐξ αὐτοῦ, γυνὴ Ἄλεξ. ἐν «Βωμῷ» 1. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., λινουργός, ὁ, ὑφάντης, Στράβ. 162. 2) εἶδος χηνός, Ὀππ. Ἰξευτ. 3. 23. 3) εἶδος λίθου, Πλούτ. 2. 1162.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 cordier ou tisserand;
2 sorte de pierre;
3 οἱ λινουργοί sorte d'oie.
Étymologie: λίνον, ἔργον.

Greek Monolingual

-ό (Α λινουργός, -όν)
αυτός που κατεργάζεται το λίνο
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.λινουργός
α) υφάντης λινών
β) είδος χήνας
γ) είδος λίθου
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ λινουργοί
ονομασία που διδόταν στους εργαζομένους, στους ακτήμονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. δημιουργός, ξυλουργός].

Greek Monotonic

λῐνουργός: ὁ (ἔργω), αυτός που υφαίνει το λινάρι, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

λῐνουργός: ὁ досл. канатчик или ткач (выделывающий льняные ткани), перен. линург (род минерала) Plut.

Middle Liddell

λῐν-ουργός, οῦ, ὁ, [*ἔργω
a weaver, Strab.