προβάδην: Difference between revisions
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=provadin | |Transliteration C=provadin | ||
|Beta Code=proba/dhn | |Beta Code=proba/dhn | ||
|Definition=[ᾰ], Adv., (προβαίνω) | |Definition=[ᾰ], Adv., (προβαίνω) [[as one walks]], Hes.<span class="title">Op</span>729; <b class="b3">π. ἔξαγε</b> lead them out [[onward]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>352</span> (lyr.): metaph., [[advancing gradually]], of intervals in musical scales, <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>26.121</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:55, 23 August 2022
English (LSJ)
[ᾰ], Adv., (προβαίνω) as one walks, Hes.Op729; π. ἔξαγε lead them out onward, Ar.Ra.352 (lyr.): metaph., advancing gradually, of intervals in musical scales, Iamb.VP26.121.
German (Pape)
[Seite 709] vorwärts gehend, im Vorwärtsgehen, Hes. O. 731; vorausgehend, Ar. Ran. 351; – allmälig fortschreitend, nach und nach, Sp., wie Iambl. V. P. § 121.
Greek (Liddell-Scott)
προβάδην: [ᾰ], Ἐπίρρ. (προβαίνω) προβαίνων, περιπατῶν, μήτ’ ἐν ὁδῷ μήτ’ ἐκτὸς ὁδοῦ προβάδην οὐρήσῃς, ἐν ᾧ περιπατεῖς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 727· πρ. ἔξαγε, ἄγε, ὁδήγει πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἀριστ. Βάτρ. 351· μεταφορ., ὁ βαθμηδὸν προχωρῶν, Ἰάμβλιχ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 121.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en s'avançant;
2 peu à peu.
Étymologie: προβαίνω, -δην.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. περπατώντας μπροστά («μήτ' ἐν ὁδῷ μήτ' ἐκτὸς ὁδοῦ προβάδην οὐρήσῃς», Ησίοδ.)
2. μτφ. βαθμηδόν, βαθμιαία
3. φρ. «προβάδην ἐξάγω» — οδηγώ προς τα εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προβαίνω + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. κατα-βάδην, περι-βάδην), βλ. και λ. βάδην.
Greek Monotonic
προβάδην: [ᾰ] (προβαίνω), επίρρ., βαδίζοντας, σε Ησίοδ.· προβάδην ἔξαγε, τους οδήγησε προς τα εμπρός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
προβάδην: (ᾰ) adv.
1) двигаясь вперед, на ходу Hes.;
2) вперед (ἐξάγειν Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προβάδην [προβαίνω] adv., onder het voortgaan.
Middle Liddell
προβαίνω
as one walks, Hes.; πρ. ἔξαγε lead them out onward, Ar.