συνοίομαι: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synoiomai | |Transliteration C=synoiomai | ||
|Beta Code=sunoi/omai | |Beta Code=sunoi/omai | ||
|Definition=aor. <b class="b3">-ῳήθην</b>, | |Definition=aor. <b class="b3">-ῳήθην</b>, [[hold the same opinion]], [[assent]], <b class="b3">ἐγὼ . . σ</b>. <span class="bibl">Pl. <span class="title">R.</span>500a</span>; <b class="b3">εἰ . . αὐτὸς μὲν ᾤετο, τὸ δὲ πλῆθος μὴ σ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">Tht.</span>171a</span>: with neut. pron., <b class="b3">αὐτὸ τοῦτο σ</b>. <b class="b2">assent to . .</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>500b</span>; <b class="b3">καὶ τόδε συνοιήθητι</b> ib.<span class="bibl">517c</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 19:05, 23 August 2022
English (LSJ)
aor. -ῳήθην, hold the same opinion, assent, ἐγὼ . . σ. Pl. R.500a; εἰ . . αὐτὸς μὲν ᾤετο, τὸ δὲ πλῆθος μὴ σ. Id.Tht.171a: with neut. pron., αὐτὸ τοῦτο σ. assent to . ., Id.R.500b; καὶ τόδε συνοιήθητι ib.517c.
Greek (Liddell-Scott)
συνοίομαι: ἀόρ. -ῳήθην, ἀποθετ., ἔχω τὴν αὐτὴν γνώμην, συναινῶ, ἐγώ... ξ. Πλάτ. Πολ. 500Α· εἰ... αὐτὸς μὲν ᾤετο, τὸ δὲ πλῆθος μὴ συνοίεται ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ, 171Α· μετ’ οὐδετ. ἀντων., καὶ ἐγὼ ἀμέλει, ἔφη, ξυνοίομαι. οὐκοῦν καὶ αὐτὸ τοῦτο ξυνοίει. τοῦ..., συναινεῖς ὅτι..., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 500Β· καὶ τόδε ξυνοιήθητι αὐτόθι 517C.
French (Bailly abrégé)
être du même avis ; τι en qch.
Étymologie: σύν, οἰκτίζω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξυνοίομαι Α
έχω την ίδια γνώμη με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + οἴομαι «νομίζω, πιστεύω, θεωρώ»].
Greek Monotonic
συνοίομαι: αόρ. αʹ -ῳήθην, αποθ., έχω την ίδια γνώμη με άλλους, συναινώ, συγκατανεύω, συμφωνώ, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
συνοίομαι: думать так же, соглашаться: καὶ τόδε ξυνοιήθητι Plat. согласись же и вот с чем.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνοίομαι [σύν, οἴομαι] van dezelfde mening zijn.
Middle Liddell
aor1 -ῳήθην
Dep. to hold the same opinion with others, to assent, Plat.