χώρισμα: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chorisma
|Transliteration C=chorisma
|Beta Code=xw/risma
|Beta Code=xw/risma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[a separated space]], Sch.B <span class="bibl">Il.5.137</span>.</span>
|Definition=ατος, τό, [[a separated space]], Sch.B <span class="bibl">Il.5.137</span>.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 20:25, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χώρισμα Medium diacritics: χώρισμα Low diacritics: χώρισμα Capitals: ΧΩΡΙΣΜΑ
Transliteration A: chṓrisma Transliteration B: chōrisma Transliteration C: chorisma Beta Code: xw/risma

English (LSJ)

ατος, τό, a separated space, Sch.B Il.5.137.

Greek (Liddell-Scott)

χώρισμα: τό, τόπος κεχωρισμένος, χώρισμα τῆς αὐλῆς Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 137.

Greek Monolingual

-ίσματος, το, ΝΜΑ χωρίζω
νεοελλ.
1. χωρισμός, αποχωρισμός
2. τοίχος, σανίδωμα ή καθετί άλλο με το οποίο διαχωρίζεται ένας χώρος σε άλλους μικρότερους (α. «χώρισμα διαμερίσματος» β. «χώρισμα ντουλάπας» γ. «χώρισμα κιβωτίου»)
μσν.-αρχ.
μέρος χωριστό από τον υπόλοιπο χώρο, ιδιαίτερος χώροςχώρισμα τῆς αὐλῆς», Σχόλ.Ιλ.).