ζώπισσα: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
(c1)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zopissa
|Transliteration C=zopissa
|Beta Code=zw/pissa
|Beta Code=zw/pissa
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pitch and wax from old ships</b>, or <b class="b2">pine-resin</b>, Dsc.1.72.</span>
|Definition=ἡ, [[pitch and wax from old ships]], or [[pine-resin]], Dsc.1.72.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1144.png Seite 1144]] ἡ, altes Pech mit Wachs vermischt, von alten Schiffen, Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1144.png Seite 1144]] ἡ, altes Pech mit Wachs vermischt, von alten Schiffen, Diosc.
}}
{{ls
|lstext='''ζώπισσα''': ἡ, ἡ [[πίσσα]] καὶ ὁ κηρὸς ἐκ παλαιῶν πλοίων ξυόμενα, Διοσκ. 1. 98.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ζώπισσα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μίγμα]] πίσσας και κεδρίας που βράζεται, αναμιγνύεται με [[λίπος]] και [[αιθάλη]] και χρησιμοποιείται για [[επάλειψη]] τών ύφαλων [[μερών]] τών πλοίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η παλαιά [[πίσσα]] και το [[κερί]] που ξύνονται από [[παλιά]] πλοία<br /><b>2.</b> το [[ρετσίνι]] του πεύκου.
}}
}}

Latest revision as of 23:55, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζώπισσα Medium diacritics: ζώπισσα Low diacritics: ζώπισσα Capitals: ΖΩΠΙΣΣΑ
Transliteration A: zṓpissa Transliteration B: zōpissa Transliteration C: zopissa Beta Code: zw/pissa

English (LSJ)

ἡ, pitch and wax from old ships, or pine-resin, Dsc.1.72.

German (Pape)

[Seite 1144] ἡ, altes Pech mit Wachs vermischt, von alten Schiffen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ζώπισσα: ἡ, ἡ πίσσα καὶ ὁ κηρὸς ἐκ παλαιῶν πλοίων ξυόμενα, Διοσκ. 1. 98.

Greek Monolingual

η (Α ζώπισσα)
νεοελλ.
μίγμα πίσσας και κεδρίας που βράζεται, αναμιγνύεται με λίπος και αιθάλη και χρησιμοποιείται για επάλειψη τών ύφαλων μερών τών πλοίων
αρχ.
1. η παλαιά πίσσα και το κερί που ξύνονται από παλιά πλοία
2. το ρετσίνι του πεύκου.