λινουλκός: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(6_15) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=linoulkos | |Transliteration C=linoulkos | ||
|Beta Code=linoulko/s | |Beta Code=linoulko/s | ||
|Definition=όν, (ἕλκω) | |Definition=όν, (ἕλκω) [[of spun flax]], [[χλαῖνα]] Ion Trag. 40 (λινόκλως cj. Lobeck). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐνουλκός''': -όν, ([[ἕλκω]]) ἐκ κεκλωσμένου λίνου κατεσκευασμένος, [[χλαῖνα]] Ἴων παρ᾿ Ἀθην. 451D· [[ἔνθα]] ὁ Λοβέκ. (Φρύνιχ. 612) προτείνει λινόκλως = [[λινόκλωστος]]. | |lstext='''λῐνουλκός''': -όν, ([[ἕλκω]]) ἐκ κεκλωσμένου λίνου κατεσκευασμένος, [[χλαῖνα]] Ἴων παρ᾿ Ἀθην. 451D· [[ἔνθα]] ὁ Λοβέκ. (Φρύνιχ. 612) προτείνει λινόκλως = [[λινόκλωστος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λινουλκός]], -όν (Α)<br />κατασκευασμένος από κλωσμένες ίνες λιναριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἕλκω]]), [[πρβλ]]. [[εμβρυουλκός]], [[τοξουλκός]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 03:10, 24 August 2022
English (LSJ)
όν, (ἕλκω) of spun flax, χλαῖνα Ion Trag. 40 (λινόκλως cj. Lobeck).
Greek (Liddell-Scott)
λῐνουλκός: -όν, (ἕλκω) ἐκ κεκλωσμένου λίνου κατεσκευασμένος, χλαῖνα Ἴων παρ᾿ Ἀθην. 451D· ἔνθα ὁ Λοβέκ. (Φρύνιχ. 612) προτείνει λινόκλως = λινόκλωστος.
Greek Monolingual
λινουλκός, -όν (Α)
κατασκευασμένος από κλωσμένες ίνες λιναριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. εμβρυουλκός, τοξουλκός].