νηκτός: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=niktos
|Transliteration C=niktos
|Beta Code=nhkto/s
|Beta Code=nhkto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[swimming]], opp. [[χερσαῖος]], <span class="bibl">Arist. <span class="title">Mu.</span>398b31</span>, cf. Plu.2.636e; ν. πλῆθος ἰχθύων <span class="bibl">Vett.Val.344.15</span>, cf.<span class="title">AP</span> 6.4 (Leon.); of a shield, ib.<span class="bibl">9.115</span>; in air as well as water, <span class="bibl">Ph.1.14</span>; τὸ πτηνὸν καὶ πεζὸν καὶ νηκτόν Gal.18(1).207; but τὸ ν. [[power of swimming]], <span class="bibl">Anacreont.24.5</span>.</span>
|Definition=ή, όν, [[swimming]], opp. [[χερσαῖος]], <span class="bibl">Arist. <span class="title">Mu.</span>398b31</span>, cf. Plu.2.636e; ν. πλῆθος ἰχθύων <span class="bibl">Vett.Val.344.15</span>, cf.<span class="title">AP</span> 6.4 (Leon.); of a shield, ib.<span class="bibl">9.115</span>; in air as well as water, <span class="bibl">Ph.1.14</span>; τὸ πτηνὸν καὶ πεζὸν καὶ νηκτόν Gal.18(1).207; but τὸ ν. [[power of swimming]], <span class="bibl">Anacreont.24.5</span>.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 05:15, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηκτός Medium diacritics: νηκτός Low diacritics: νηκτός Capitals: ΝΗΚΤΟΣ
Transliteration A: nēktós Transliteration B: nēktos Transliteration C: niktos Beta Code: nhkto/s

English (LSJ)

ή, όν, swimming, opp. χερσαῖος, Arist. Mu.398b31, cf. Plu.2.636e; ν. πλῆθος ἰχθύων Vett.Val.344.15, cf.AP 6.4 (Leon.); of a shield, ib.9.115; in air as well as water, Ph.1.14; τὸ πτηνὸν καὶ πεζὸν καὶ νηκτόν Gal.18(1).207; but τὸ ν. power of swimming, Anacreont.24.5.

Greek (Liddell-Scott)

νηκτός: -ή, -όν, ὁ νηχόμενος, ἀντίθετ. τῷ χερσαῖος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 16, Πλούτ. 2. 636Ε· ἐπὶ ἰχθύος, Ἀνθ. Π. 4. 196· ἐπὶ τῆς ἀσπίδος τοῦ Ἀχιλλέως, ἣν ἡ θάλασσα ἐκόμισεν ἐπιπλέουσαν παρὰ τὸν τύμβον τοῦ Αἴαντος, αὐτόθι 9. 115: ἐν τῷ ἀέρι ὡς καὶ ἐν τῷ ὕδατι, Φίλων 1. 14· - τὸ νηκτόν, ἡ δύναμις τοῦ νήχεσθαι, κολυμβᾶν, Ἀνακρεόντ. 24. 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui nage.
Étymologie: adj. verb. de νήχομαι.

Greek Monolingual

-ή, -ο (ΑΜ νηκτός, -ή, -όν)
αυτός που κολυμπά στο νερό
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το νηκτό(ν)
βιολ. το άθροισμα τών πελαγικών ζώων τα οποία κολυμπούν ενεργητικά και ανεξάρτητα από την κίνηση τών υδάτινων μαζών που τά περιβάλλουν
μσν.
το ουδ. ως ουσ. ψάρι
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. η φυσική ιδιότητα ή επιτηδειότητα στην κολύμβηση, η ικανότητα του να κολυμπά κανείς
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που πετά στον αέρα («τὸ πτηνὸν καὶ πεζὸν καὶ νηκτόν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήχω. Ο τ. στο ουδ. νηκτό(ν) ως νεοελλ. όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nekton / necton < νηκτός < νήχω «κολυμπώ»].

Greek Monotonic

νηκτός: -ή, -όν (νήχω), αυτός που κολυμπάει, κολυμβητής, αυτός που πλέει στη θάλασσα αντίθ. προς το χερσαῖος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νηκτός: плавающий, т. е. водяной (τὰ θηρία Plut.; ἰχθύς Anth.).

Middle Liddell

νηκτός, ή, όν νήχω
swimming, Anth.