ἐπινήϊος: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epiniios | |Transliteration C=epiniios | ||
|Beta Code=e)pinh/i+os | |Beta Code=e)pinh/i+os | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[on board ship]], AP9.82 (Antip. Thess.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:45, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, on board ship, AP9.82 (Antip. Thess.).
German (Pape)
[Seite 965] auf dem Schiffe, χοροτυπίη Antip. Th. 51 (IX, 82).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινήϊος: -ον, (ναῦς, νηῦς) ὁ ἐπὶ τοῦ πλοίου, Ἀνθ. Π. 9. 82.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est sur un vaisseau.
Étymologie: ἐπί, ναῦς.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπινήιος, -ον)
νεοελλ.
φρ. «επινήιο δικαστήριο» — έκτακτο ναυτοδικείο που εκδικάζει πάνω στο πλοίο σοβαρή αξιόποινη πράξη
αρχ.-μσν.
αυτός που βρίσκεται πάνω στο πλοίο.
Greek Monotonic
ἐπινήϊος: -ον (ναῦς, νηῦς), επιβιβασμένος σε πλοίο, πάνω σε πλοίο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπινήϊος: находящийся или совершающийся на корабле (χοροτυπίη Anth.).