ἀνήνοθε: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aninothe | |Transliteration C=aninothe | ||
|Beta Code=a)nh/noqe | |Beta Code=a)nh/noqe | ||
|Definition=Ep. pf. used like an aor.: <b class="b3">αἷμ' ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς</b> blood | |Definition=Ep. pf. used like an aor.: <b class="b3">αἷμ' ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς</b> blood [[gushed forth from]] the wound, <span class="bibl">Il.11.266</span>; <b class="b3">κνίση ὲν ἀνήνοθεν</b> the savour [[mounted up]], <span class="bibl">Od.17.270</span> (ἐνήνοθε Aristarch.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:11, 24 August 2022
English (LSJ)
Ep. pf. used like an aor.: αἷμ' ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς blood gushed forth from the wound, Il.11.266; κνίση ὲν ἀνήνοθεν the savour mounted up, Od.17.270 (ἐνήνοθε Aristarch.).
German (Pape)
[Seite 229] es dringt hervor (ἄνθω, ἄνθος, vgl. ἐνήνοθεν); bei Hom. zweimal, als Pers. mit Präsensbed. (= ἀνέρχεται, Scholl.) Od. 17, 270 ἐπεὶ κνίση μὲν ἀνήνοθεν, ἐν δέ τε φόρμιγξ ἠπύει; als Imperf drang hervor, Iliad. 11, 266 ἐπεπωλεῖτο στίχας ἀνδρῶν, ὄφρα οἱ αἷμ' ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς. S. Buttmann Lexil. 1, 266 – 299. Nach einer Notiz Scholl. Od. 17, 270 soll Aristarch dort ἐνήνοθεν gelesen haben, die κοιναί (schlechte Ausgaben) ἀνήνοθεν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήνοθε: Ἐπ. πρκμ. ἐν χρήσει ἀντὶ ἀορ.: ὁ Ὅμηρος ἔχει τὴν λέξιν δίς, αἷμ’ ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς, αἷμα ἀνέβλυσεν ἐκ τῆς παλαιᾶς πληγῆς, Ἰλ. Λ. 270. [Ὁ ἐνεστὼς κατ᾽ ἀναλογίαν θὰ ἦτο ἀνέθω, ἀνέρχομαι, ὑψοῦμαι, ὡς ὁ τοῦ ἐνήνοθε θὰ ἦτο ἐνέθω, εἶμαι ἐντός, πρβλ. ἐνήνοχα ἐκ τοῦ *ἐνέκω, ἐδήδοκα ἐκ τοῦ ἔδω. Φαίνεται πιθανώτερον ὅτι τὰ ῥήματα ταῦτα ἐσχηματίσθησαν κατ’ εὐθεῖαν ἐκ τῶν προθέσεων ἀνά, ἐν, μετὰ τῆς καταλήξεως -έθω, ὅπως τὸ ἄντομαι ἐγένετο ἐκ τῆς ἀντὶ μᾶλλον ἢ ὅτι τὸ ἤνοθα εἶναι πρκμ. τοῦ ἀνθέω (μετὰ προθεματ. ἀνὰ ἢ ἐν), ὡς ὁ Βουττμ. καὶ ὁ Κούρτ. ὑπολαμβάνουσιν].
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. pf. {DELG pqp.} au sens d'un prés. ou d'ao.
jaillir.
Étymologie: DELG appartient à un ensemble de mots poétiques de sens vagues et de formes peu claires.
Spanish (DGE)
perf. ép.
1 c. valor de pasado brotar, manar αἷμ' ἔτι θερμὸν ἀ. ἐξ ὠτειλῆς la sangre aún caliente manaba de la herida, Il.11.266.
2 c. valor de pres. subir κνίση μὲν ἀνήνοθεν (u.l.) Od.17.270.
• Etimología: Suele considerarse relacionada con la raíz de ἄνθος, q.u.
Greek Monotonic
ἀνήνοθε: Επικ. παρακ. με αορ. σημασία, αἷμα ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς, αίμα που ανέβλυζε από την πληγή, σε Ομήρ. Ιλ.· κνίση ἀνήνοθεν, η τσίκνα ανέβαινε, σε Ομήρ. Οδ. [σχημ. όπως το *ἀνέθω (ἀνά), ανέρχομαι, ανυψώνομαι, πρβλ. ἐνήνοθε.
Russian (Dvoretsky)
ἀνήνοθε: (ν) [3 л. sing. pf. к *ἀνέθω]
1) брызнул, хлынул (αῖμ᾽ ἀ. Hom.);
2) поднялся, взвился (κνίση ἀ. Hom.).
Middle Liddell
[Formed as if from *ἀνέθω (ἀνά) to rise up; cf. ἐνήνοθε.] [epic perf. with aor. signf.]
αἷμα ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς blood gushed forth from the wound, Il.; κνίση ἀνήνοθεν the savour mounted up, Od.