ἀνάβλεμμα: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "]]de " to "]] de ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anavlemma | |Transliteration C=anavlemma | ||
|Beta Code=a)na/blemma | |Beta Code=a)na/blemma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=ατος, τό, [[looking up]], of dogs, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>4.4</span>, <span class="bibl">Poll.2.56</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:11, 24 August 2022
English (LSJ)
ατος, τό, looking up, of dogs, X.Cyn.4.4, Poll.2.56.
German (Pape)
[Seite 181] τό, das Aufblicken, Xen. Cyn. 4, 4, das Zurückblicken der Hunde auf ihre Herren.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάβλεμμα: -ατος, τό, βλέπειν πρὸς τὰ ὀπίσω ἢ πρὸς τὰ ἄνω, ἐπὶ τῶν κυνῶν, ὅταν στρέφωσι τὴν κεφαλήν των καὶ βλέπωσιν ἐπάνω πρὸς τὸν κύριόν των, Ξεν. Κυν. 4, 4, Πολυδ. 2. 56.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
mirada hacia arriba de perros, X.Cyn.4.4, Poll.2.56.
Greek Monolingual
το (Α ἀνάβλεμμα)
κοίταγμα, βλέμμα προς τα επάνω
νεοελλ.
απλώς κοίταγμα, βλέμμα, ματιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναβλέπω.
ΠΑΡ. (μσν. νεοελλ.) αναβλεμματίζω].
Russian (Dvoretsky)
ἀνάβλεμμα: ατος τό взглядывание наверх или назад (ἀναβλέμματα καὶ ἐμβλέμματα Xen.).