ἁμαξεύς: Difference between revisions
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amakseys | |Transliteration C=amakseys | ||
|Beta Code=a(maceu/s | |Beta Code=a(maceu/s | ||
|Definition=έως, ὁ, | |Definition=έως, ὁ, [[wagoner]], D. Chr.64.23: <b class="b3">βοῦς ἁ</b>.[[draught]]-ox, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Dio</span>38</span>, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Gym.</span>43</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:20, 24 August 2022
English (LSJ)
έως, ὁ, wagoner, D. Chr.64.23: βοῦς ἁ.draught-ox, Plu.Dio38, Philostr.Gym.43.
German (Pape)
[Seite 115] έως, ὁ, der Frachtfuhrmann, Sp.; Plut. Dion. 38 βοῦς, Jochochse.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξεύς: έως, ὁ, = ἁμαξηλάτης, Δίων Χρ.: βοῦς ἁμ., ὁ σύρων ἅμαξαν, Πλουτ. Δίων 38.
French (Bailly abrégé)
ἐως (ὁ) :
1 voiturier;
2 qui traîne un chariot.
Étymologie: ἅμαξα.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
1 carretero Fauorin.Fort.23, Hsch., Tz.Comm.Ar.1.82.10.
2 adj. de tiro βοῦς Plu.Dio 38, Philostr.Gym.43.
Greek Monolingual
ἁμαξεύς (-έως), ο (Α) άμαξα
1. οδηγός άμαξας, αμαξηλάτης, καραγωγέας
2. ως επίθ. αυτός που σύρει άμαξα
«βοῦς ἁμαξεύς».
Greek Monotonic
ἁμαξεύς: -έως, ὁ (ἅμαξα), αυτός που σύρει την άμαξα, βοῦς ἁμαξεύς, βόδι ζευγμένο για το σύρσιμό της, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἁμαξεύς: έως adj. m тянущий воз, упряжной (βοῦς Plut.).