ἄνυσις: Difference between revisions
ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anysis | |Transliteration C=anysis | ||
|Beta Code=a)/nusis | |Beta Code=a)/nusis | ||
|Definition=εως, ἡ, (ἀνύω) | |Definition=εως, ἡ, (ἀνύω) [[accomplishment]], ἄ. δ' οὐκ ἔσσεται αὐτῶν <span class="bibl">Il.2.347</span>; <b class="b3">οὐκ ἄνυσίν τινα δήομεν</b> we find no [[end]], [[accomplish]] nothing, <span class="bibl">Od.4.544</span>; χρήμασιν ὧν ἄ. γίνεται οὐδεμία <span class="bibl">Thgn.462</span>; <b class="b3">οὐδ' ἄνυσις</b> there is no [[respite]], <span class="bibl">Theoc.25.93</span>.—Poet. and late Prose, as Plu.2.77b. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:20, 24 August 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀνύω) accomplishment, ἄ. δ' οὐκ ἔσσεται αὐτῶν Il.2.347; οὐκ ἄνυσίν τινα δήομεν we find no end, accomplish nothing, Od.4.544; χρήμασιν ὧν ἄ. γίνεται οὐδεμία Thgn.462; οὐδ' ἄνυσις there is no respite, Theoc.25.93.—Poet. and late Prose, as Plu.2.77b.
German (Pape)
[Seite 266] ἡ, Vollendung, Erfolg, ἄνυσις δ' οὐκ ἔσσεται αὐτῶν, sie werden nichts ausrichten, Il. 2, 347; οὐκ ἄνυσίντινα δήομεν, wir werden lein Ende finden, nichts ausrichten, Od. 4, 544; κελεύθου Ap. Rh. 2, 310; οὐδ' ἄν. Theocr. 25, 93; selten in Prosa, wie Plut. prof. virt. sent. p. 246.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνῠσις: -εως, ἡ, (ἀνύω) κατόρθωσις, τελείωσις, ἄνυσις δ’ οὐκ ἔσσεται αὐτῶν, «ἐντελὴς δὲ πρᾶξις οὐ γενήσεται αὐτῶν» (Σχόλ.), «τελείωσις δ’ οὐκ ἔσται τῆς βουλῆς αὐτῶν» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Β. 347· οὐκ ἄνυσίν τινα δήομεν, δὲν εὑρίσκομεν τέλος τι, οὐδὲν κατορθοῦμεν, Ὀδ. Δ. 544· χρήμασι, τῶν ἄνυσις γίνεται οὐδεμία Θέογν. 462· οὐδ’ ἄνυσις Θεόκρ. 25. 93.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 achèvement, fin;
2 fig. action de faire cesser, de remédier à, remède (à un malheur).
Étymologie: ἀνύω.
English (Autenrieth)
(ἀνύω): accomplishment; ἄνυσις δ' οὐκ ἔσσεται αὐτῶν, ‘success’ shall not be theirs, Il. 2.347, Od. 4.544.
Spanish (DGE)
(ἄνῠσις) -εως, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 éxito ἄ. δ' οὐκ ἔσσεται αὐτῶν el éxito jamás será de ellos, Il.2.347, οὐκ ἄνυσίν τινα δήομεν no hallaremos ningún éxito, Od.4.544, cf. Hsch.
2 provecho χρήμασιν, τῶν ἄ. γίνεται οὐδεμία Thgn.462, εἰ δέ τις ἄ. γείνοιτο παραμυθίας IAE 36.14, cf. SB 9949.3 (II/I a.C.).
3 fin, del paso de nubes, Theoc.25.93, ἄνυσίν τε κελεύθου al fin del camino o viaje A.R.2.310, ὁδοῖο A.R.1.413, τοῖο πλόου A.R.4.578, προθυμίᾳ τῆς ἀνύσεως por deseo de llegar Plu.2.77b.
4 gram. perfección ref. al valor aspectual del aor., A.D.Synt.273.20.
Greek Monolingual
ἄνυσις (-σεως), η (Α) ανύω
1. εκπλήρωση, επιτέλεση
2. τέλος.
Greek Monotonic
ἄνῠσις: -εως, ἡ (ἀνύω), τελείωση, τελεσφόρηση, ολοκλήρωση, περάτωση, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄνῠσις: εως (ᾰ) ἡ
1) исполнение, завершение, тж. успех Plut.: ἄ. οὐκ ἔσσεται αὐτῶν Hom. они ничего не добьются;
2) средство, способ: οὐκ ἄνυσίν τινα δήομεν Hom. (так) мы делу не поможем;
3) остановка, конец (οὔτις ἀριθμὸς οὐδ᾽ ἄ. Theocr.).
Middle Liddell
ἀνύω
accomplishment, Hom.