οἰνογεύστης: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oinogeystis
|Transliteration C=oinogeystis
|Beta Code=oi)nogeu/sths
|Beta Code=oi)nogeu/sths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[wine-taster]], Archig. ap. Gal.8.944.</span>
|Definition=ου, ὁ, [[wine-taster]], Archig. ap. Gal.8.944.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:39, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνογεύστης Medium diacritics: οἰνογεύστης Low diacritics: οινογεύστης Capitals: ΟΙΝΟΓΕΥΣΤΗΣ
Transliteration A: oinogeústēs Transliteration B: oinogeustēs Transliteration C: oinogeystis Beta Code: oi)nogeu/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, wine-taster, Archig. ap. Gal.8.944.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνογεύστης: -ου, ὁ, ὁ διὰ τῆς γεύσεως δοκιμάζων τὴν ποιότητα τοῦ οἴνου, μεταγεν., ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 433.

Greek Monolingual

ο (Α οἰνογεύστης)
νεοελλ.
ειδικός σωλήνας ο οποίος εμβαπτίζεται σε βαρέλια ή δεξαμενές οίνου για παραλαβή μικρής ποσότητας για δειγματοληψία
αρχ.
άτομο που δοκιμάζει με τη γεύση την ποιότητα του κρασιού, δοκιμαστής κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + γεύστης (< γεύομαι), πρβλ. πρωτογεύστης.