ἱκετεία: Difference between revisions
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
mNo edit summary |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iketeia | |Transliteration C=iketeia | ||
|Beta Code=i(ketei/a | |Beta Code=i(ketei/a | ||
|Definition=[ῐ], ἡ, more Att. form of [[ἱκεσία]] ([[quod vide|q.v.]]), | |Definition=[ῐ], ἡ, more Att. form of [[ἱκεσία]] ([[quod vide|q.v.]]), [[supplication]], <span class="bibl">Th.1.24</span>; <b class="b3">ἱκετείαν ποιεῖσθαί τινος</b> to [[supplicate]] him, <span class="bibl">Id.3.67</span>; <b class="b3">ἱκετεῖαι θεῶν</b> [[address]]ed to them, <span class="bibl">Lys.2.39</span>; ἐφ' ἱκετείαν τραπόμενος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ap.</span>39a</span>; <b class="b3">μετὰ δεήσεως καὶ ἱκετείας</b> <span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>2p.60</span> (iii B.C.), cf. <span class="title">SIG</span>1181.12 (Jewish): pl., ἱκετείας ποιεῖσθαι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>183a</span>, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:55, 24 August 2022
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, more Att. form of ἱκεσία (q.v.), supplication, Th.1.24; ἱκετείαν ποιεῖσθαί τινος to supplicate him, Id.3.67; ἱκετεῖαι θεῶν addressed to them, Lys.2.39; ἐφ' ἱκετείαν τραπόμενος Pl.Ap.39a; μετὰ δεήσεως καὶ ἱκετείας PPetr.2p.60 (iii B.C.), cf. SIG1181.12 (Jewish): pl., ἱκετείας ποιεῖσθαι Pl.Smp.183a, etc.
German (Pape)
[Seite 1247] ἡ, das Schutzflehen, = ἱκεσία, w. m. s.; τὴν ἱκετείαν οὐκ ἐδέξαντο Thuc. 1, 24; ἱκετείαν τινὸς ποιεῖσθαι, Jemanden bitten, 3, 67, wie θεῶν Lys. 2, 39; ἐφ' ἱκετείαν τρεπόμενος τῶν διωκόντων Plat. Apol. 39 a; ἱκετείας καὶ ἀντιβολήσεις ἐν ταῖς δεήσεσι ποιούμενοι Conv. 183 a; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱκετεία: ῐ, ἡ, Ἀττικώτερος τύπος τοῦ ἱκεσία, Θουκ. 1. 24· ἱκετείαν ποιεῖσθαί τινος, ἱκετεύειν τινά, ὁ αὐτ. 3. 67· ἱκ. θεῶν, ἱκεσίαι πρὸς τοὺς θεούς, Λυσ. 194. 21· ἐφ᾿ ἱκετείαν τρέπεσθαι Πλάτ. Ἀπολ. 39Α· πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 183Α, κ. ἀλλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130, 132.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
supplication.
Étymologie: ἱκετεύω.
Greek Monolingual
ἱκετεία, ἡ (Α)
(αττ. τ.) βλ. ικεσία.
Greek Monotonic
ἱκετεία: [ῐ], ἡ, = ἱκεσία, ικεσία, δέηση, σε Θουκ.· ἱκετείαν ποιεῖσθαί τινος, ικετεύω κάποιον, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἱκετεία: (ῐκ) ἡ (= ἱκεσία) ходатайство: οἱ Κερκυραῖοι τὴν ἱκετείαν οὐκ ἐδέξαντο Thuc. керкирцы не удовлетворили просьбу (жителей Коринфа); ἐφ᾽ ἱκετείαν τρέπεσθαι Plat. прибегать к просьбам, начать умолять; ἱ. θεῶν Lys. молитва богам.
Middle Liddell
ἱ˘κετεία, ἡ, = ἱκεσία
supplication, Thuc.; ἱκετείαν ποιεῖσθαί τινος to supplicate him, Thuc.