ὀξυρεπής: Difference between revisions

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oksyrepis
|Transliteration C=oksyrepis
|Beta Code=o)cureph/s
|Beta Code=o)cureph/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ὀξύρροπος]], ὀ. δόλῳ with [[quick-turning]] art. <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>9.91</span>; [[ὀξυρρεπής]] in Hsch.</span>
|Definition=ές, = [[ὀξύρροπος]], ὀ. δόλῳ with [[quick-turning]] art. <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>9.91</span>; [[ὀξυρρεπής]] in Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:57, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠρεπής Medium diacritics: ὀξυρεπής Low diacritics: οξυρεπής Capitals: ΟΞΥΡΕΠΗΣ
Transliteration A: oxyrepḗs Transliteration B: oxyrepēs Transliteration C: oksyrepis Beta Code: o)cureph/s

English (LSJ)

ές, = ὀξύρροπος, ὀ. δόλῳ with quick-turning art. Pi.O.9.91; ὀξυρρεπής in Hsch.

German (Pape)

[Seite 354] ές, poet, = ὀξυῤῥεπής, Pind. Ol. 9, 98, δόλος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠρεπής: -ές, = ὀξύρροπος, ὀξυρ. δόλῳ, μετ’ εὐστρόφου δολιότητος, Πινδ. Ο. 9. 138· ὀξυρρεπὴς ἐν Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1015, καὶ παρ’ Ἡσύχ.:» ὀξυρρεπής· ὀξέως βαρῶν, ἢ ῥέπων, ἢ κινούμενος»· ― Ἐπίρρ. ὀξυρρεπῶς, Μᾶρκ. Ἐρημ. 1041Β.

English (Slater)

ὀξῠρεπής
   1 delicately poised φῶτας δ' ὀξυρεπεῖ δόλῳ ἀπτωτὶ δαμάσσαις i. e. by swiftly shifting balance (O. 9.91)

Greek Monolingual

ὀξυρεπής και, κατά τον Ησύχ., ὀξυρρεπής, -ές (Α)
1. αυτός που διακρίνεται για την ευστροφία του («ὀξυρεπεῑ δόλῳ» — με εύστροφη δολιότητα, Πίνδ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀξυρρεπής
ὀξέως βαρῶν, ἤ ῥέπων, ἤ κινούμενος».
επίρρ...
ὀξυρρεπῶς (Α)
με οξυρεπή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -(ρ)ρεπής (< ρέπω «γέρνω»), πρβλ. ισο-ρρεπής].

Greek Monotonic

ὀξῠρεπής: -ές (ῥέπω), = οξύρροπος, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀξυρεπής: Pind. = ὀξύρροπος.

Middle Liddell

ὀξῠ-ρεπής, ές ῥέπω = ὀξύρροπος, Pind.]