πολύγληνος: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "Full diacritics=πολῠ" to "Full diacritics=πολῠ́") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=πολῠ́γληνος | ||
|Medium diacritics=πολύγληνος | |Medium diacritics=πολύγληνος | ||
|Low diacritics=πολύγληνος | |Low diacritics=πολύγληνος |
Revision as of 09:13, 31 August 2022
English (LSJ)
ον, A many-eyed, Nonn.D.3.272, AP5.261 (Paul. Sil.). II with many meshes, σαγήνη Opp.C.1.157.
German (Pape)
[Seite 660] mit vielen Augen; Argus, Paul. Sil. 21 (V, 262); σαγήνη, mit vielen Maschen, Opp. Cyn. 1, 157.
Greek (Liddell-Scott)
πολύγληνος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ὀφθαλμούς, πολυόμματος, Ἀνθ. Π. 5. 262, Νόνν. Δ. 3. 272. ΙΙ. ὁ ἔχων πολλὰς ὀπάς, ἀνοίγματα μικρά, σαγήνη Ὀππ. Κυν. 1. 157.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλά μάτια
2. μτφ. αυτός που έχει πολλές τρύπες, πολλά ανοίγματα («πολύγληνος σαγήνη» — δίχτυ με πολλά μάτια, με πολλές τρύπες, Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γληνος (< γλήνη «κόρη του οφθαλμού»), πρβλ. τρί-γληνος].
Russian (Dvoretsky)
πολύγληνος: многоокий (βουκόλος Ἰναχίης, т. е. Ἄργος Anth.).