πολύδεσμος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "Full diacritics=πολῠ" to "Full diacritics=πολῠ́") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=πολῠ́δεσμος | ||
|Medium diacritics=πολύδεσμος | |Medium diacritics=πολύδεσμος | ||
|Low diacritics=πολύδεσμος | |Low diacritics=πολύδεσμος |
Revision as of 09:15, 31 August 2022
English (LSJ)
ον, fastened with many bonds, strong-bound, ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου Od.5.33, v.l. ib.338.
German (Pape)
[Seite 661] viel od. sehr gefesselt, fest verbunden, σχεδίη, Od. 5, 33. 338.
Greek (Liddell-Scott)
πολύδεσμος: -ον, ὁ διὰ πολλῶν δεσμῶν συνδεδεμένος ἢ συνηρμοσμένος, ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου Ὀδ. Ε. 33, 338. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυδέσμου· πολυγόμφου. δεσμοὶ γὰρ τῶν νεῶν εἰσιν οἱ γόμφοι».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux clous (propr. aux liens) nombreux.
Étymologie: πολύς, δέσμος.
English (Autenrieth)
much or firmly bound together, Od. 5.33 and 338.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύδεσμος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. γένος μυριαπόδων
αρχ.
1. δεμένος, στερεωμένος με πολλούς δεσμούς
2. μτφ. στέρεος, ασφαλής («ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δεσμός (< δέω / δῶ «δένω»), πρβλ. βαρύ-δεσμος].
Greek Monotonic
πολύδεσμος: -ον, αυτός που είναι δεμένος με πολλούς δεσμούς, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
πολύδεσμος: со многими скрепами, крепко сплоченный (σχεδίη Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύδεσμος -ον [πολύς, δέω] met veel knopen samengebonden:. πέμπε δ’ ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου zij liet mij vertrekken op een goed samengebonden vlot Od. 7.264.