θαλπνός: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[θαλπνός]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[warm]] μηκέτ' ἀελίου σκόπει [[ἄλλο]] θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν [[ἄστρον]] (O. 1.6)
|sltr=[[θαλπνός]] [[warm]] μηκέτ' ἀελίου σκόπει [[ἄλλο]] θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν [[ἄστρον]] (O. 1.6)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:30, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαλπνός Medium diacritics: θαλπνός Low diacritics: θαλπνός Capitals: ΘΑΛΠΝΟΣ
Transliteration A: thalpnós Transliteration B: thalpnos Transliteration C: thalpnos Beta Code: qalpno/s

English (LSJ)

ή, όν, warming, fostering, θαλπνότερον ἄστρον Pi.O. 1.6.

German (Pape)

[Seite 1184] erwärmend, erhitzend, οὐδὲν θαλπνότερον ἁλίου ἄστρον Pind. Ol. 1, 6.

Greek (Liddell-Scott)

θαλπνός: -ή, -όν, θερμαίνων, θάλπων, θαλπνότερον ἄστρον Πίνδ. Ο. 1. 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
chaud.
Étymologie: θάλπω.

English (Slater)

θαλπνός warm μηκέτ' ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον (O. 1.6)

Greek Monolingual

θαλπνός, -ή, -όν (Α) θάλπω
αυτός που θάλπει, που θερμαίνει («θαλπνότερον ἄστρον», Πίνδ.).

Greek Monotonic

θαλπνός: -ή, -όν (θάλπω), αυτός που θερμαίνει, υποστηρίζει, προστατεύει, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

θαλπνός: теплый, согревающий (ἁλίου ἄστρον Pind.).

Middle Liddell

θαλπνός, ή, όν θάλπω
warming, fostering, Pind.