ἀμευσιεπής: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ᾰμευσιεπής | |sltr=<b>ᾰμευσιεπής</b> [[surpassing]] words, faster [[than]] words ἀμευσιεπῆ φροντίδα ([[ταχέως]] εὑρετικὴν διάνοιαν, Eustath.) fr. 24. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:45, 3 September 2022
English (LSJ)
ές, surpassing words, φροντίς Pi.Fr.24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμευσιεπής: -ές, φροντίς: «διαλλάσσουσα καὶ ἀμειβομένη τοῖς λόγοις», Ἡσύχ. ― «ἀμευσιεπῆ φροντίδα φησὶ τὴν ταχέως εὑρετικὴν διάνοιαν», Πίνδ. παρ’ Εὐστ. Πονηματ. 56. 86.
English (Slater)
ᾰμευσιεπής surpassing words, faster than words ἀμευσιεπῆ φροντίδα (ταχέως εὑρετικὴν διάνοιαν, Eustath.) fr. 24.
Spanish (DGE)
-ές
• Prosodia: [ᾰ-]
que responde con palabras φροντίς Pi.Fr.24.
Greek Monolingual
ἀμευσιεπής, -ές, (Α)
αυτός που ξεπερνά τα λόγια, ευρετικός, επινοητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμευσι- (< ἀμεύομαι + -επὴς < ἔπος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμευσιεπής: побеждающий словами, т. е. легко находящий слова (φροντίς Pind.).