δήμαρχος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4, $5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δήμαρχος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> (в Аттике), [[демарх]], [[глава дема]], Lys., Arst., Dem.;<br /><b class="num">2)</b> (в Египте) начальник или глава округа Her.;<br /><b class="num">3)</b> (в Риме) народный трибун (лат. [[tribunus]] [[plebis]]) Polyb., Plut., Diod.
|elrutext='''δήμαρχος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> (в Аттике), [[демарх]], [[глава дема]], Lys., Arst., Dem.;<br /><b class="num">2)</b> (в Египте), [[начальник или глава округа]] Her.;<br /><b class="num">3)</b> (в Риме), [[народный трибун]] (лат. [[tribunus]] [[plebis]]) Polyb., Plut., Diod.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> a [[governor]] of the [[people]]:<br /><b class="num">1.</b> at [[Athens]], a demarch, the [[president]] of a [[δῆμος]], who managed its affairs, Ar., Dem.<br /><b class="num">2.</b> at [[Rome]], a [[tribune]] of the [[plebs]], Plut.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> a [[governor]] of the [[people]]:<br /><b class="num">1.</b> at [[Athens]], a demarch, the [[president]] of a [[δῆμος]], who managed its affairs, Ar., Dem.<br /><b class="num">2.</b> at [[Rome]], a [[tribune]] of the [[plebs]], Plut.
}}
}}

Revision as of 13:52, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δήμαρχος Medium diacritics: δήμαρχος Low diacritics: δήμαρχος Capitals: ΔΗΜΑΡΧΟΣ
Transliteration A: dḗmarchos Transliteration B: dēmarchos Transliteration C: dimarchos Beta Code: dh/marxos

English (LSJ)

ὁ, at Athens, A chief official of a δῆμος, Ar. Nu.37, Lys.Fr.184S., D.50.6, Lexap.eund.43.58, Arist.Ath.21.5; also at Cos, Inscr.Cos 344,al.; at Chios, Schwyzer687C1. b at Naples, one of the chief magistrates of the city, Str.5.4.7; at Eretria, IG12(9).189.24(iv B. C.). 2 at Rome, = Lat. tribunus plebis, Plb. 6.12.2, D.H.6.89, Plu.Cor.7, etc.

German (Pape)

[Seite 561] ὁ, Beherrscher eines δῆμος, z. B. in Aegypten, Vorsteher eines Distrikts, Her. 3, 6. Bes. 1) in Athen, der Vorsteher eines δῆμος, nach Klisthenes (vorher ναύκραροι), Dem. 43, 57; über seine Geschäfte vgl. Harpocrat. Er trieb auch die Schulden der einzelnen Bürger an den δῆμος ein, u. pfändete aus, Ar. Nubb. 37. – 2) in Rom, Volkstribun, Plut., z. B. Coriol. 6 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

δήμαρχος: ὁ, ὁ διοικῶν τὸν λαόν, ἑπομένως, 1) ἐν Ἀθήναις, ὁ πρόεδρος ἑνὸς δήμου, ὅστις διηύθυνε τὰς ὑποθέσεις αὐτοῦ, ἐφύλαττε τοὺς καταλόγους ἢ βιβλία καὶ ὑπεχρεοῦτο νὰ ἐκβιάζῃ τὴν εἴσπραξιν φόρων τινῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 37, Λυσίας παρ’ Ἁρπ., Δημ. 1208. 5, Νόμ. αὐτ. 1069· ἐν παλαιοτέροις καιροῖς ὁ ἀντιστοιχῶν πρὸς τὸν ἐν λόγῳ ἄρχοντα ἐκαλεῖτο ναύκραρος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 359, B öckh Ath. Staatsh. 2. 281 κἑξ. 2) ἐν Ρώμῃ, ὁ tribunus plebis, Διον. Ἁλ. 6. 89, Πλούτ. Κορ. 7, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
propr. chef du peuple :
1 en Égypte chef ou gouverneur d'un district;
2 à Athènes chef ou président d'un dème;
3 à Rome tribun du peuple.
Étymologie: δῆμος, ἄρχω.

Greek Monolingual

ο (AM δήμαρχος)
νεοελλ.
1. ο αιρετός άρχοντας του δήμου
2. φρ. α) «από δήμαρχος κλητήρας» — για όσους ξέπεσαν οικονομικά ή ηθικά ή υποβιβάστηκαν στην ιεραρχία του κλάδου τους
β) «τα παράπονα σου στον δήμαρχο», οι διαμαρτυρίες σου και τα παράπονα δεν με ενδιαφέρουν
μσν.
(Βυζάντιο) ο αρχηγός καθενός από τους δήμους, τών Βενετών και τών Πρασίνων
αρχ.
1. (στην Αθήνα) άρχοντας του δήμου που κληρωνόταν από τη συνέλευση τών δημοτών για ετήσια θητεία (ομοίως σε Χίο, Κω, Ερέτρια)
2. (στη Νεάπολη) ένας από τους άρχοντες της πόλης
3. (στη Ρώμη) δήμαρχοι
οι αρχηγοί τών πληβείων (tribuni plebis), δύο αρχικά, που αυξήθηκαν μετά σε πέντε κι αργότερα σε δέκα
[«πάντες ὑποτάττοντας... τούτοις (τοῖς ὑπάτοις), πλὴν τῶν δημάρχων»].
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -αρχος].

Greek Monotonic

δήμαρχος: ὁ, κυβερνήτης του λαού,
1. στην Αθήνα, δήμαρχος, άρχοντας ενός δήμου, ο οποίος διαχειριζόταν τις υποθέσεις του δήμου, σε Αριστοφ., Δημ.
2. στη Ρώμη, δήμαρχος, δημεγέρτης των πληβείων, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δήμαρχος -ου, ὁ [δῆμος, ἄρχω] hoofd van de deme, demarch. in Rome volkstribuun.

Russian (Dvoretsky)

δήμαρχος:
1) (в Аттике), демарх, глава дема, Lys., Arst., Dem.;
2) (в Египте), начальник или глава округа Her.;
3) (в Риме), народный трибун (лат. tribunus plebis) Polyb., Plut., Diod.

Middle Liddell


1. a governor of the people:
1. at Athens, a demarch, the president of a δῆμος, who managed its affairs, Ar., Dem.
2. at Rome, a tribune of the plebs, Plut.