κατασκευάζω: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
m (Text replacement - "d’" to "d'") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> appareiller, équiper, garnir : [[πλοῖον]] πᾶσι DÉM un navire de tous ses agrès ; ἱρὸν θησαυροῖσί [[τε]] καὶ ἀναθήμασι HDT un sanctuaire de trésors et d'offrandes ; τινα ἐπὶ στρατιάν XÉN équiper qqn pour une expédition;<br /><b>2</b> organiser, disposer, construire : γέφυραν HDT un pont ; τινα μελέτῃ XÉN exercer qqn ; <i>en mauv. part</i> arranger, machiner : πρόφασιν XÉN un prétexte ; <i>t. de dialect. et de rhét.</i> établir par des raisonnements, prouver ; <i>t. de rhét.</i> construire un argument;<br /><b>3</b> <i>avec</i> double acc. mettre dans tel ou tel état ; supposer, imaginer : τινα κ. τοιοῦτον ARSTT rendre qqn tel <i>ou</i> représenter qqn comme;<br /><i><b>Moy.</b></i> κατασκευάζομαι;<br /><b>A.</b> <i>tr.</i> <b>I.</b> préparer pour soi, <i>d'où</i><br /><b>1</b> équiper pour soi : ἵππους τινί XÉN munir ses chevaux de qch (d'armures, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>abs.</i> préparer pour soi, tenir prêt : τοὺς ὄνους HDT ses ânes;<br /><b>3</b> préparer, disposer, arranger, organiser pour son usage (une maison, <i>etc.) ; fig.</i> πρὸς ἑαυτὸν τὸν ἀκροατήν ARSTT mettre | |btext=<b>1</b> appareiller, équiper, garnir : [[πλοῖον]] πᾶσι DÉM un navire de tous ses agrès ; ἱρὸν θησαυροῖσί [[τε]] καὶ ἀναθήμασι HDT un sanctuaire de trésors et d'offrandes ; τινα ἐπὶ στρατιάν XÉN équiper qqn pour une expédition;<br /><b>2</b> organiser, disposer, construire : γέφυραν HDT un pont ; τινα μελέτῃ XÉN exercer qqn ; <i>en mauv. part</i> arranger, machiner : πρόφασιν XÉN un prétexte ; <i>t. de dialect. et de rhét.</i> établir par des raisonnements, prouver ; <i>t. de rhét.</i> construire un argument;<br /><b>3</b> <i>avec</i> double acc. mettre dans tel ou tel état ; supposer, imaginer : τινα κ. τοιοῦτον ARSTT rendre qqn tel <i>ou</i> représenter qqn comme;<br /><i><b>Moy.</b></i> κατασκευάζομαι;<br /><b>A.</b> <i>tr.</i> <b>I.</b> préparer pour soi, <i>d'où</i><br /><b>1</b> équiper pour soi : ἵππους τινί XÉN munir ses chevaux de qch (d'armures, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>abs.</i> préparer pour soi, tenir prêt : τοὺς ὄνους HDT ses ânes;<br /><b>3</b> préparer, disposer, arranger, organiser pour son usage (une maison, <i>etc.) ; fig.</i> πρὸς ἑαυτὸν τὸν ἀκροατήν ARSTT mettre l'auditeur en état de vous comprendre <i>ou</i> de vous goûter;<br /><b>II.</b> faire ses paquets, empaqueter, plier bagage;<br /><b>B.</b> <i>intr.</i> s'apprêter, se préparer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σκευάζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 10:07, 5 September 2022
English (LSJ)
fut. κατασκευάσω, Att. A κατασκευῶ SIG1097.9 (Athens, iv B.C.), IPE12.32B53 (Olbia, iii B.C.): Dor. aor. κατεσκεύαξα Ti. Locr.94d, Test.Epict.1.14, also κατεσκέαξα Africa Italiana 1.330 (Cyrene): Boeot. aor. inf. κατασκευάττη SIG1185.13 (Tanagra, iii B.C.): Cypr. ka-te-se-ke-u-wa-se κατεσκεύϝασε ICS2.3, pf. κατασκεύᾰκα D.42.30: fut. Med. 3sg. κατεσκευᾶται SIG1015.28 (Halic.): Dor. aor. Med. κατεσκευαξάμην Test.Epict.1.9:—equip, furnish fully with…, (πᾶσι) κ. τὸ πλοῖον with all appliances, D.18.194:—Med., τοὺς ἵππους Χαλκοῖς… προβλήμασι κ. X.Cyr.6.1.51:—freq. in Pass., ἱρὸν θησαυροῖσί τε καὶ ἀναθήμασι κατεσκευασμένον Hdt.8.33, cf. 2.44; κατασκευὴ Χρυσῶ τε καὶ ἀργύρω κατεσκ. Id.9.82; οἷς ἡ Χώρα κατεσκεύασται Th.6.91. 2 without dat., furnish, equip fully, τὴν Χώραν X.An.1.9.19; κ. τινὰ ἐπὶ στρατιάν Id.Cyr.3.3.3; (ἐλέφαντας) κ. πρὸς τὴν πολεμικὴν Χρείαν OGI54.12 (Adule, iii B.C.):—Med., κ. τοὺς ὄνους having got his asses ready, Hdt.2.121.δ, etc.:—Pass., τῆς Ἀντάνδρου μελλούσης κατασκευάζεσθαι Th.4.75, cf. 8.24; ἔργα κατασκευαασμένα cultivated farms, Anaxag.4; of persons, to be under treatment, Phld. Lib.p.3 O., al. 3 construct, build, γέφυραν Hdt.1.186 (Pass.); διδασκαλεῖον Antipho 6.11; πόλιν Pl.R.557d; γυμνάσια Id.Lg.761c; ἱερὰ θυσίας τε αὑτοῖς κ. Id.Criti.113c; ἐπιτείχισμ' ἐπὶ τὴν Ἀττικήν D. 18.71: generally, prepare, arrange, establish, κ. δημοκρατίαν X.HG 2.3.36; δύναμιν τῇ πόλει And.3.39; συμπόσιον Pl.R.363c; ἰσότητα τῆς οὐσίας Id.Lg.684d, cf. Arist.Pol.1265a39; ὀλιγαρχίαν Id.Ath. 37.1; ναύτας D.50.36; κ. τινὰς μελέτῃ train them, X.Cyr.8.1.43, etc.; turn out, πολιτικούς Phld.Rh.2.264 S., al.:—Med., κατασκευάζεσθαι ναυμαχίαν prepare it, make ready for it, v.l. for παρασκευάζω in Th.2.85; make for oneself, esp. build a house and furnish it, opp. ἀνασκευάζομαι Id.1.93, 2.17; unpack, opp. ἀνασκευάζω, X.Cyr.8.5.2; κ. ἐρημίαν αὑτῶ Pl.Lg.730c, etc.; κ. τράπεζαν set up a bank, Is.Fr.66; κατασκευάζομαι τέχνην μυρεψικήν I am setting up as a perfumer, Lys.Fr. 1.2; τοὺς ἐγγυτάτω τῆς ἀγορᾶς κατεσκευασμένους Id.24.20; (πρόσοδον) οὐ μικρὰν κατεσκευάσαντο made themselves a good [income], D.27.61, cf. And.4.11. 4 of fraudulent transactions, fabricate, trump up, πρόφασιν X.Cyr.2.4.17; τὸ ἀπόρρητον κατασκευάσαι D.2.6; λιποταξίου γραφὴν κατεσκεύασεν Id.21.103, cf.92; Χρέα ψευδῆ Id.42.30, cf.45.22 (Pass.); of persons, suborn, λογοποιούς Din.1.35; set up, ἢ… ἐπιτίθενται αὐτοὶ ἢ κατασκευάζουσιν ἕτερον Arist.Pol.1306a1; οἱ κατεσκευασμένοι τῶν Θετταλῶν men prepared for the purpose, D.18.151; κατεσκ. δανεισταί Id.42.28: c. inf., τὸν ἀνεψιὸν… κατεσκεύασεν ἀμφισβητεῖν Id.55.1. 5 c. dupl. acc., make, render, (φρούρια) κ. ὡς ἐχυρώτατα X.Cyr.2.4.17; ἀριστερὰ δεξιῶν ἀσθενέστερα κ, Pl.Lg.795a; φοβερὸν κ. τὸ αὐτόχειρα γενέσθαι D.20.158; ἀνομοθέτητον ἑαυτῶ τὸν βίον Duris 10 J.; κ. τινὰ τοιοῦτον… Arist.Rh.1380a2 (also with Adv., πρὸς ἑαυτὸν κ. εὖ τὸν ἀκροατήν render the audience favourably disposed towards oneself, 1419b11). 6 represent as so and so, κ. τινὰς παροίνους, ὑβριστάς, ἀγνώμονας, D.54.14, cf. 45.82; εἰ μὴ Γοργίαν Νέστορά τινα κατασκευάζεις unless you make out a Gorgias to be Nestor, Pl.Phdr. 261c. 7 in argument, maintain, prove, τῶν ἐν Εὐβοίᾳ πραγμάτων… ὡς ἐγὼ αἴτιός εἰμι, κατεσκεύαζε tried to make out that... D.21.110; κ. ὅτι… Arr.Epict.3.15.14, S.E.P.1.32; κ. τῶ λόγῳ establish a proposition by reasoning, Damian.Opt.5; διὰ λόγου κατασκευασθήσεται Phld. Sign.6. 8 in Logic, construct a positive argument, opp. ἀναιρέω, ἀνασκευάζω (of negative arguments), Arist.Rh.1401b3, cf. Plu.2.1036b, etc.: Philos., κ. τῶν ἀριθμῶν ἰδέαν construct, postulate, Arist.EN1096a19, cf. Metaph.984b25, al. 9 Geom., construct, Euc.5.7 (Pass.), Archim.Sph.Cyl.2.6 (Pass.); solve by a construction, πρόβλημα Papp. 54.25. 10 Rhet., frame, ὀνόματα D.H.Comp.16; elaborate, κατεσκεύασται τὸ δοκοῦν εἶναι ἀφελές Id.Is.7; λόγος κατεσκευασμένος Str. 1.2.6. 11 abs. in Med., prepare oneself or make ready for doing, ὡς πολεμήσοντες Th.2.7; ὡς οἰκήσων X.An.3.2.24; ὡς εἰς μάχην Paus. 5.21.14. 12 Pass., of disease, to become established, κατασκευαζομένου τοῦ πάθους Gal.8.332.
German (Pape)
[Seite 1378] bereiten, zurecht machen, anordnen, ausrüsten; ὄνους, die Esel bepacken, Her. 2, 121; ἱρὸν πλούσιον θησαυροῖσί τε καὶ ἀναθήμασι πολλοῖσι κατεσκευασμένον, damit versehen, 8, 33; σκηνὴ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ κατεσκευασμένη 9, 82; ἱερὰ κατασκευάσαι καὶ βωμούς Plat. Conv. 189 c, vgl. Critia. 113 c; γυμνάσια, πόλιν, einrichten, Legg. VI, 761 c Rep. VIII, 5574; κατεσκευασμένη οἰκία, ein wohlversehenes Haus, πάνθ' ὅσα δεῖ ἔχουσα B. A. 103, 28; συμπόσιον, συνέδριον, anordnen, Plat. Rep. II, 363 c Prot. 317 d; πᾶσι κατασκευάσας τὸ πλοῖον ἀφ' ὧν ὑπελάμβανε σωθήσεσθαι, das Schiff mit allem Nöthigen versehen, Dem. 18, 194; δημοκρατίαν Xen. Hell. 2, 3, 36; τοὺς ἵππους εἰς ἱππέας An. 3, 3, 19; χώραν, in guten Stand setzen, 1, 9, 19, vgl. Oec. 4, 16; von listigen Plänen, anlegen, anstiften, μηχανᾶται καὶ κατασκευάζει ταῦτα Dem. 45, 5, πᾶν τὸ πρᾶγμα κατεσκευάκασι ibd. 20, öfter; auch absol., κατασκευάσας ὡς ἐγώ εἰμι αἴτιος 21, 110; dah. κατεσκευασμένοι δανεισταί, untergeschobene, falsche, 42, 28. – Im med. für sich ausrüsten, einrichten; βίον Plat. Rep. X, 606 e, öfter; τοὺς ἵππους χαλκοῖς πᾶσι προβλήμασι κατεσκευάσατο Xen. Cyr. 6, 1, 51; τριήρεις ἐπὶ τὸν πόλεμον Plut. Them. 4; ναῦς Pol. 1, 38, 3 u. öfter; κατασκευάζεσθαι ὡς αὐτοῦ που οἰκήσοντας, sich so einrichten, als wolle man sich niederlassen, Xen. An. 3, 2, 24; sich häuslich einrichten, wohnen, Lys. 24, 20; Thuc. 2, 17 κατεσκευάσαντο δὲ καὶ ἐν τοῖς πύργοις; bauen, τείχη Plut. Alc. 36, πύργους κατασκευάσας Hdn. 5, 6, 21; Paus. 3, 12, 9. – Bei den Rhetoren im Ggstz von ἀνασκευάζειν, ἀναιρέω, das aufgestellte Thema beweisen, bekräftigen, Arist. rhet. 2, 23; Longin. u. A. Aber κατασκευάζειν πρὸς ἑαυτὸν τὸν ἀκροατήν heißt »sich den Zuhörer geneigt machen«, Arist. rhet. 3, 19. – Ἡγεμόνα, einen Führer einsetzen, H. A. 6, 19. – Die dorische Form κατασκευάξας steht Tim. Locr. 94 d.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκευάζω: μέλλ.-σκευάσω, Ἀττ. ἀπαρ. -σκευᾶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Β. 53· ὡσαύτως κατασκευῶντες, κατασκευάσοντες, καὶ κατασκευῶσι, κατασκευάσουσι, Ἐπιγρ., κατεσκεύωκε, κατασκευωθῇ Ἐπιγρ. Θηρ., κατασκευώσωνται Ἐπιγρ. Δελφ. καὶ κατεσκέωσται· πρβλ. τύπους ἐπιγραφ. ἐπισκεάζειν, σκεοθήκην, σκεοφύλαξ· Δωρ. ἀόρ. -εσκεύαξα, Τίμ. Λοκρ. 94D, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. 1. 15. Παρέχω τὰ σκεύη, ἐντελῶς ἐφοδιάζω, κ. τὴν οἰκίαν τοῖς σκεύεσιν Διογ. Λ. 5. 1· τὸ πλοῖον κατασκευάσαντα πᾶσι, μὲ ὅλα τὰ ἀναγκαῖα, Δημ. 293. 2· ἐπληρωσάμην τὴν ναῦν… καὶ σκεύεσιν ἰδίοις τὴν ναῦν κατεσκεύασα ὁ αὐτ. 1208. 17· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τοὺς ἵππους χαλκοῖς… προβλήμασι κατ., τοὺς ἑαυτῶν ἵππους, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51· ἢ καὶ περιφρ., κατασκευάζοντες ἑαυτοῖς ἱερὰ Πλάτ. Κριτίας 113C· συχν. ἐν τῷ Παθ., ἱρὸν θησαυροῖσί τε καὶ ἀναθήμασι κατεσκευασμένον Ἡρόδ. 8. 33, πρβλ. 2. 44· σκηνὴ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ κατεσκ. ὁ αὐτ. 9. 82· οἷς ἡ χώρα κατεσκεύασται Θουκ. 6. 91· οἰκία κατεσκευασμένη, ἔχουσα πάντα ὅσα δεῖ ἔχειν, Βεκ. 103. 28. 2)ἄνευ δοτ. ὀργάνου, παρασκευάζω ἢ ὁπλίζω ἐντελῶς, κ. τὴν Ἄντανδρον, ἐφοδιάζω αὐτὴν καὶ ὀχυρώνω (ἵνα ἀντέχῃ κατὰ τῆς πολιορκίας), Θουκ. 4. 75· κ. τὴν χώραν, «ἐφοδιάζω» αὐτὴν μὲ ὅλα τὰ ἀναγκαῖα, Ξεν. Ἀν. 1. 9. 19, Θουκ. 8. 24· κ. τινὰ ἐπὶ στρατιὰν Ξεν. Κύρ. 3. 3, 3· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κ. τοὺς ὄνους, ἑτοιμάσας τοὺς ὄνους του, Ἡρόδ. 2. 121, 4, κτλ.· ἰδίαν κατασκευὴν κατασκευάζεται ἕκαστος Πλάτ. Πολ. 557Β. 3)ἑτοιμάζω, κάμνω, κτίζω, γέφυραν Ἡρόδ. 1. 186· διδασκαλεῖον Ἀντιφῶν 142. 34· πόλιν, γυμνάσια, ἱερά, κτλ., Πλάτ. Πολ. 557D, κ. ἀλλ.· ἐπιτείχισμα Δημ. 248. 13·― ἐντεῦθεν κατὰ διαφόρους τρόπους καὶ σχέσεις, ἑτοιμάζω, παρασκευάζω, τακτοποιῶ, κ. δημοκρατίαν Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 36· πόλει δύναμιν Ἀνδοκ. 28. 24· συμπόσιον Πλάτ. Πολ. 363C· ἰσότητα τῆς οὐσίας ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 684D, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2, 6, 10· ναύτας, κτλ., Δημ. 1218. 9· κ. τινὰς μελέτῃ, ἀσκῶ, γυμνάζω, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 43, κτλ.· ὄργανα πολλὰ συμποσίου κατασκευασάμενος ἦν Ἀθήν. 435C.― Μέσ., κατασκευάζεσθαι ναυμαχίαν, ἑτοιμάζω αὐτήν, δηλ. γίνομαι ἕτοιμος, παρασκευάζομαι πρὸς ναυμαχίαν, Θουκ. 2. 85· κατασκευάζω δι’ ἐμαυτόν, ἰδίως κτίζω οἰκίαν καὶ ἐπιπλώνω, ἀντίθετ. τῷ ἀνασκευάζομαι, ὁ αὐτ. 1. 93· κατεσκευάσαντο καὶ ἐν τοῖς πύργοις, κατῴκησαν, κατέλυσαν καταθέσαντες τὴν ἑαυτῶν κατασκευὴν ἢ τὰ σκεύη, ἣν εἰσεκομίσαντο ἐκ τῶν ἀγρῶν καθαιροῦντες καὶ αὐτῶν τῶν οἰκιῶν τὴν ξύλωσιν, πρβλ. 2. 14, 1., 2. 17, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 5, 2 (πρβλ. κατασκευή)· συσκευάζειν, συνάγειν εἰς ἓν καὶ δένειν, ὡσαύτως, ἀντίθ. τῷ ἀνασκευή, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 2-5· κ. ἐρημίαν ἑαυτῷ Πλάτ. Νόμ. 730C, κτλ.· κατασκευάζεσθαι τράπεζαν, ἱδρύω τράπεζαν, Ἰσαί. Ἀποσπ. 2. 3· κατεσκεύασμαι τέχνην μυρεψικήν, ἔχω γίνῃ μυρεψός, Λυσ. Ἀποσπ. 2, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν 170. 10· πρόσοδον οὐ μικρὰν κατεσκευάσαντο, ἔκαμον δι’ ἑαυτοὺς μέγα εἰσόδημα, Δημ. 833. 3, πρβλ. Ἀνδοκ. 30. 25. 4)ἐπὶ δολίων, πανούργων ἢ ἀπατηλῶν ἐνεργειῶν, παρασκευάζω, ἐπινοῶ, ὅτε καὶ συνάπτεται μετὰ τοῦ μηχανᾶσθαι, μηχανᾶται καὶ κ. ταῦτα Δημ. 45, 5· πρόφασιν Ξεν. Κύρ. 2. 4, 17· τὸ ἀπόρρητον κατασκευάσαι Δημ. 19. 28· λιποστρατίου γραφὴν κατεσκεύασεν ὁ αὐτ. 547. 27· χρέα ψευδῆ ὁ αὐτ. 1048. 18· διαθήκας ψευδεῖς κατεσκευακότες Δημ. 1051, 12· ταῦτα πράττων καὶ κατασκευαζόμενος Δημ. 115, 11, πρβλ. 544. 3., 558. 26., 1103. 3., 1107. 18., 1108. 1· ἐπὶ προσώπων, ὑποβάλλω τινὰ ἀντὶ ἑτέρου, ἢ… ἐπιτίθενται αὐτοὶ ἢ κατασκευάζουσιν ἕτερον Ἀριστ. Πολ. 5. 6. 8· οἱ κατεσκευασμένοι τῶν Θετταλῶν, παρεσκευασμένοι πρὸς τὸν σκοπόν, Δημ. 277. 27· κατεσκ. δανεισταί, ψευδεῖς, πλαστοί, ὁ αὐτ. 1074. 24· μετ’ ἀπαρ., τὸν ἀνεψιὸν… κατεσκεύασεν ἀμφισβητεῖν ὁ αὐτ. 1272. 6. 5) μετὰ διπλῆς αἰτ., κάμνω τινὰ τοιοῦτον καὶ τοιοῦτον, εἰ μὴ Γοργίαν Νέστορά τινα κατασκευάζεις, ἐκτὸς ἐὰν κάμνῃς τὸν Γοργίαν «εἶδος Νέστορος», ὡς Νέστορα, Πλάτ. Φαῖδρ. 261C· ἀριστερὰ δεξιῶν ἀσθενέστερα κ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 795Α· φοβερὸν κ. τὸ αὐτόχειρα γενέσθαι Δημ. 505. 12· ἀνομοθέτητον τὸν βίον Δοῦρις παρ’ Ἀθην. 542D· κ. τινὰ τοιοῦτον… Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 27· πρὸς ἑαυτὸν τὸν ἀκροατὴν κ., εὔνουν ἑαυτῷ ποιεῖν, πρβλ. ἐπιχαλκεύω, 3. 19, 1· ὡσαύτως, παριστάνω τινὰ τοιοῦτον καὶ τοιοῦτον, κ. τινὰ πάροινον, ὑβριστήν, ἀγνώμονα Δημ. 1261. 22, πρβλ. 1126. 19· τῶν ἐν Εὐβοίᾳ πραγμάτων… ὡς ἐγὼ αἴτιός εἰμι, κατεσκεύαζε, προσεπάθει νὰ δείξῃ ὅτι…, ὁ αὐτ. 550 ἐν τέλ. 6)ἐν τῇ λογικῇ, κάμνω ἐπιχείρημα, ἀποδεικνύω τὸ θέμα μου, ἀντίθετον τῷ ἀναιρέω, ἀνασκευάζω, Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 4, κτλ., πρβλ. κατασκευαστικός·― οὕτως ἐν τῇ Φιλοσοφίᾳ, κατεσκεύασα ὅτι προνοίᾳ ὁ κόσμος διοικεῖται Ἐπικτ. Διατρ. 1. 15, 4· καὶ τὸ κατασκευαζόμενον, τὸ θέμα, τὸ δι’ ἐπιχειρημάτων ἀποδεικνυόμενον ἢ ὑποστηριζόμενον, Λογγῖν. 12. 2· κ. τῶν ἀριθμῶν ἰδέαν, κατασκευάζω, ἐφευρίσκω, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 6, 2, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 4, 1, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ λόγου ἢ τῆς φράσεως, κοσμῶ, ἔντεχνον ἀπεργάζομαι, ἵνα ἀποβῇ ἡ λέξις ῥητορική, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 7. 7) ἀπολ. ἐν τῷ μέσῳ, παρασκευάζομαι, ἑτοιμάζομαι νὰ πράξω τι, ὡς πολεμήσοντες Θουκ. 2. 7· ὡς οἰκήσων Ξεν. Ἀν. 3. 2. 24· ὡς εἰς μάχην Παυσ. 5. 21, 14.
French (Bailly abrégé)
1 appareiller, équiper, garnir : πλοῖον πᾶσι DÉM un navire de tous ses agrès ; ἱρὸν θησαυροῖσί τε καὶ ἀναθήμασι HDT un sanctuaire de trésors et d'offrandes ; τινα ἐπὶ στρατιάν XÉN équiper qqn pour une expédition;
2 organiser, disposer, construire : γέφυραν HDT un pont ; τινα μελέτῃ XÉN exercer qqn ; en mauv. part arranger, machiner : πρόφασιν XÉN un prétexte ; t. de dialect. et de rhét. établir par des raisonnements, prouver ; t. de rhét. construire un argument;
3 avec double acc. mettre dans tel ou tel état ; supposer, imaginer : τινα κ. τοιοῦτον ARSTT rendre qqn tel ou représenter qqn comme;
Moy. κατασκευάζομαι;
A. tr. I. préparer pour soi, d'où
1 équiper pour soi : ἵππους τινί XÉN munir ses chevaux de qch (d'armures, etc.);
2 abs. préparer pour soi, tenir prêt : τοὺς ὄνους HDT ses ânes;
3 préparer, disposer, arranger, organiser pour son usage (une maison, etc.) ; fig. πρὸς ἑαυτὸν τὸν ἀκροατήν ARSTT mettre l'auditeur en état de vous comprendre ou de vous goûter;
II. faire ses paquets, empaqueter, plier bagage;
B. intr. s'apprêter, se préparer.
Étymologie: κατά, σκευάζω.
English (Strong)
from κατά and a derivative of σκεῦος; to prepare thoroughly (properly, by external equipment; whereas ἑτοιμάζω refers rather to internal fitness); by implication, to construct, create: build, make, ordain, prepare.
English (Thayer)
future κατασκευάσω; 1st aorist κατεσκεύασα; Passive, present κατασκευάζομαι; perfect participle κατεσκευασμενος; 1st aorist κατεσκευασθην; to furnish, equip, prepare, make ready;
a. of one who makes anything ready for a person or thing: τήν ὁδόν, in spirit, Xenophon, Cyril 5,5, 10).
b. of builders, to construct, erect, with the included idea of adoming and equipping with all things necessary (often so in Greek authors; cf. Bleek, Brief a. d. Hebrew ii. 1, p. 398f): οἶκον, κιβωτόν, σκηνήν, Sept. for בָּרָא, Isaiah 43:7.
Greek Monolingual
(AM κατασκευάζω
Α και δωρ. τ. κατασκευῶ, -όω)
1. σχηματίζω, φτειάχνω κάτι από κάποιο υλικό ή από διάφορα υλικά, δημιουργώ κάτι (α. «κατασκευάζω γέφυρα» β. «κατασκευάζω ἐπιτείχισμα ἐπὶ τὴν Ἀττικήν», Δημοσθ.)
2. επινοώ με δόλιους σκοπούς, μηχανεύομαι (α. «κατηγορία [ή πληροφορία] κατεσκευασμένη» β. «πρόφασιν κατασκευάσαι 'ἐνθάδε οὐκ ἄπιστον», Ξεν.)
μσν.
1. μεταβάλλω
2. κατορθώνω
3. παθ. κατασκευάζομαι
είμαι στόχος συνωμοσίας
μσν.-αρχ.
προετοιμάζω για κάτι, παίρνω όλα τα απαραίτητα μέτρα («κατασκευάζειν πρὸς πολεμικὴν χρείαν»)
αρχ.
1. εφοδιάζω με τα απαραίτητα, εξοπλίζω (α. «κατασκευάζω τὴν χώραν», Ξεν.
β. «κατασκευάζω τινὰ ἐπὶ στρατιάν», Ξεν.
γ. «ἦν ἱρὸν θησαυροῑσί τε πολλοῖσι καὶ ἀναθήμασι κατεσκευασμένον», Ηρόδ.)
2. εγκαθιστώ, εγκαθιδρύω («δημοκρατίαν κατεσκεύαζεν», Ξεν.)
3. ασκώ, γυμνάζω (α. «κατασκευάζω τινὰς μελέτη», Ξεν.
β. «κατεσκεύαζεν εἰς τὸ δουλεύειν», Ξεν.)
4. παριστάνω κάποιον με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τον παρουσιάζω ότι είναι («παροίνους μέν τινας καὶ ὑβριστὰς κατασκευάσει» — θα κατασκευάσει μερικούς μεθύστακες και αδιάντροπους, θα παρουσιάσει μερικούς ότι είναι —δήθεν— μεθύστακες και αδιάντροποι, Δημοσθ.)
5. αποδεικνύω κάτι με επιχειρήματα
6. προετοιμάζω δόλια, κατευθύνω, καθοδηγώ κάποιον με δόλιο σκοπό («τὸν ἁνεψιὸν κατεσκεύασεν ἀμφισβητεῖν», Δημοσθ.)
7. σχηματίζω, συναρμόζω τις φράσεις ώστε να εντάσσονται στο ρητορικό ύφος («κατασκευάζειν ὀνόματα», Διον. Αλ.)
8. φρ. α) «κατασκευάζομαι ναυμαχίαν» — προετοιμάζομαι για ναυμαχία, ετοιμάζω τη ναυμαχία
β) «κατεσκεύασαντο καὶ ἐν τοῖς πύργοις» — εγκαταστάθηκαν μέσα στους πύργους, (Θουκ.)
γ) συγκεντρώνω, συνάγω («πολὺς στόλος κατεσκευάζετο», Ξεν.)
δ) «κατασκευάζομαι τράπεζαν» — ιδρύω τράπεζα, γίνομαι τραπεζίτης
ε) «κατεσκεύασμαι τέχνην μυρεψικήν» — έχω γίνει μυρεψός, παραγωγός και έμπορος μύρου (Λυσ.)
στ) «πρόσοδον κατασκευάζομαι» — αποκτώ εισόδημα
ζ) «κατασκευάζομαι τῶν ἀριθμῶν ἰδέαν» — επινοώ μαθηματική παράσταση
η) «κατασκευάζομαι ὡς πολεμήσων, ὡς οἰκήσων κ.λπ.» — ετοιμάζομαι να πολεμήσω, να κατοικήσω κ.λπ.
θ) «κατασκευάζω τῷ λόγω» — διατυπώνω μια πρόταση με σαφή συλλογισμό (ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -σκευάζω «ετοιμάζω, εφοδιάζω» (< σκευάζω < σκεῦος), πρβλ. επισκευάζω, παρασκευάζω.
Greek Monotonic
κατασκευάζω: μέλ. -σκευάσω·
1. εξοπλίζω ή εφοδιάζω πλήρως, σε Δημ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν. — Παθ., σκηνὴ χρυσῷ κατεσκευασμένη, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. ετοιμάζω, φτιάχνω, δημιουργώ, στον ίδ., σε Πλάτ. κ.λπ.· απ' όπου, προετοιμάζω, ρυθμίζω, τακτοποιώ, δημοκρατίαν, σε Ξεν.· συμπόσιον, σε Πλάτ. κ.λπ. — Μέσ., ετοιμάζω για τον εαυτό μου, ιδίως, ανοικοδομώ οικία και την εξοπλίζω, σε Θουκ.· συσκευάζω, επίσης αντίθ. προς το ἀνασκευάζεσθαι, σε Ξεν.
3. λέγεται για δόλιες συναλλαγές, απατηλές ενέργειες, παρασκευάζω, επινοώ, στον ίδ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, δωροδοκώ, εξαγοράζω, σε Αριστ. 4. α) καθιστώ τέτοιου είδους, με δεύτερη αιτ., εἰ μὴ Γοργίαν Νέστορά τινα κατασκευάζεις, εκτός και αν καταστήσει το Γοργία ένα είδος Νέστορα, σε Πλάτ.· β) επίσης, αναπαριστώ ως τέτοιο, κ. τινὰ πάροινον, σε Δημ.
5. στους Λογικούς, α) «οικοδομώ» ένα επιχείρημα, σε Αριστ. β) απόλ. στη Μέσ., καθιστώ έτοιμο να πράξει, ὡς πολεμήσοντες, σε Θουκ.· ὡς οἰκήσων, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κατασκευάζω: тж. med.
1) снаряжать, оснащать (τὸ πλοῖον πᾶσι Dem.; τριήρεις ἐπὶ τὸν πόλεμον Plut.);
2) снабжать, украшать (σκηνὴ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ κατεσκευασμένη Her.; ἵππους χαλκοῖς προβλήμασι Xen.): ἱρὸν ἀναθήμασι κατεσκευασμένον Her. храм, богатый подношениями;
3) снабжать средствами защиты, укреплять (τὴν Ἄντανδρον Thuc.);
4) снаряжать, собирать (в дорогу), готовить (τινὰ ἐπὶ στρατιάν Xen.; κατασκευάζεσθαι ναυμαχίαν Thuc.);
5) (тж. κ. τοῖς σκεύεσιν Diog. L.) оборудовать, обставлять (οἶκον πρεπόντως Arst.; οἰκίαν Diog. L.);
6) готовить, седлать или навьючивать (τοὺς ὄνους Her.);
7) воздвигать, сооружать, строить (γέφυραν Her.; ἱερὰ καὶ βωμούς Plat.);
8) перен. строить, создавать (ἕτερόν τι γένος ἀριθμῶν, ἰδέας Arst.): τὸ ἀνασκευάζειν ἐστὶ τοῦ κ. ῥᾷον Arst. легче отвергнуть (доказательство), чем построить;
9) приводить в порядок, благоустраивать (χώραν Xen.; πόλιν, γυμνάσια Plat.; τὴν ὁδόν τινος NT);
10) устанавливать, учреждать, вводить (δημοκρατίαν Xen., Arst., Plut.; ἰσότητα τῆς οὐσίας Plat.; τὸ ἀρχεῖον ἐν ταῖς ὁλιγαρχίαις Arst.);
11) назначать, ставить (τύραννον, ἡγεμόνα ἐν ἑκάστῃ ποίμνῃ Arst.);
12) устраивать (συμπόσιον, συνέδριον Plat.): κατασκευάσασθαι πρόσοδον οὐ μικράν Dem. обеспечить себе немалый доход;
13) воспитывать, обучать, готовить (τοὺς ἵππους εἰς ἱππέας Xen.; λαὸς κατεσκευασμένος NT): ἀριστερὰ δεξιῶν ἀσθενέστερα κ. Plat. развивать левые руки слабее, чем правые;
14) делать (кого-л. кем-л. или что-л. чем-л.) (Γοργίαν Νέστορά τινα κ. Plat.): κ. τι ἐπισφαλέστερον Dem. ослаблять что-л.; κατασκευάσαι πρὸς ἑαυτὸν εὖ τὸν ἀκροατήν Arst. располагать слушателя в свою пользу;
15) придумывать, выдумывать (πρόφασιν Xen.; χρέα ψευδῆ, γραφήν Dem.);
16) подговаривать или подкупать (κατασκευαστοὶ ἄνδρες Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατασκευάζω [κατασκευή] compleet uitrusten, van al het nodige voorzien:; κατασκευάζειν χώρας landerijen cultiveren Xen. An. 1.9.19; κατασκευάζειν τὸ πλοῖον het schip uitrusten Dem. 18.194; ook med.:; τοὺς ἵππους χαλκοῖς... προβλήμασι κατεσκευάσατο zijn paarden liet hij voorzien van bronzen bepantsering Xen. Cyr. 6.1.51; pass.:; ἔργα κατεσκευασμένα goed gecultiveerd akkerland Anaxag. B 4; ἱρόν... πλουσίως κατεσκευασμένον een heiligdom dat rijkelijk uitgerust is Hdt. 2.44.2; οἷς... ἡ χώρα κατεσκεύασται (de rijkdom) waarvan het land is voorzien Thuc. 6.91.7; in gereedheid brengen:; τοὺς ὄνους κατασκευάζειν de ezels bepakken Hdt. 2.121.δ 1; συμπόσιον τῶν ὁσίων κατασκευάζειν een symposium van vrome lieden organiseren Plat. Resp. 363c; med. zich gereed maken om, met ὡς en ptc. fut.: κατασκευάσθαι ὡς αὐτοῦ οἰκήσοντας zich voorbereiden om hier te gaan wonen Xen. An. 3.2.24. bouwen, inrichten, vestigen:; πόλιν κ. een stad bouwen Plat. Resp. 557d; ook med.:; κατασκευάσαθαι ἀνδρεῶνα hij liet een ontvangstzaal voor zich bouwen Hdt. 4.95.2; perf. med.-pass. gevestigd zijn:. τοὺς ἐγγυτάτω τῆς ἀγορᾶς κατεσκευασμένους die het dichtst bij de agora gevestigd zijn Lys. 24.20; πρὸς ἀγορᾷ μὲν δεῖ... κατεσκευάσθαι (kantoren van magistraten) dienen bij de agora gevestigd te zijn Aristot. Pol. 1331b11. instellen, organiseren:; κ. ἰσότητα gelijkheid instellen Plat. Lg. 684d; κατασκευάζειν τὴν ἀσφάλειαν de stabiliteit (van de staat) bewerkstelligen Aristot. Pol. 1319b38; abs. maatregelen nemen:. τὸ περὶ τὸ πλῆθος τῶν πολιτῶν... κατασκευάζειν maatregelen treffen over de omvang van het aantal burgers Aristot. Pol. 1265a39. ongunstig regelen, verzinnen:; πρόφασιν κατασκευάζειν een list verzinnen Xen. Cyr. 2.4.17; γραφήν een aanklacht bekokstoven Dem. 21.103; met pers. als obj. omkopen; perf. pass.: κατεσκευασμένοι omgekochte lieden Dem. 18.151; τυραννίδι ἐπιτίθενται αὐτοὶ ἢ κατασκευάζουσιν ἕτερον ze doen zelf een greep naar de alleenheerschappij of regelen daar een ander voor Aristot. Pol. 1306a1. maken tot...,... maken, in een... toestand brengen:; ἀριστερὰ δεξιῶν ἀσθενέστερα κατασκευάζειν de linkerzijde zwakker maken dan de rechter Plat. Lg. 795a; εἰ μὴ Γοργίαν Νέστορά τινα κατασκευάζεις tenzij je Gorgias als een Nestor voorstelt Plat. Phaedr. 261c; τὴν Εὔβοιαν... κατασκευάζειν ἐπιτείχισμ’ ἐπὶ τὴν Ἀττικήν Euboea maken tot een uitvalsbasis tegen Attica Dem. 18.71; ook met adv.: πρὸς ἑαυτὸν κατασκευάσαι εὖ τὸν ἀκροατήν de toehoorder welwillend stemmen jegens zichzelf Aristot. Rh. 1419b11. filos. aannemelijk maken, een stelling (retorisch) versterken:. τὸ δεινώσει κατασκευάζειν ἢ ἀνασκευάζειν een stelling door overdrijving aannemelijk maken of weerleggen Aristot. Rh. 1401b 3.
Middle Liddell
fut. -σκευάσω
1. to equip or furnish fully, Dem.; so in Mid., Xen.:—Pass., σκηνὴ χρυσῷ κατεσκευασμένη Hdt., etc.
2. to get ready, make, build, Hdt., Plat., etc.:—hence, to prepare, arrange, δημοκρατίαν Xen.; συμπόσιον Plat., etc.: —Mid. to make for oneself, esp. to build a house and furnish it, Thuc.: to pack up, also opp. to ἀνασκευάζεσθαι, Xen.
3. of fraudulent transactions, to get up, trump up, Xen., etc.; of persons, to suborn, Arist.
4. to make so and so, with a second acc., εἰ μὴ Γοργίαν Νέστορά τινα κατασκευάζεις unless you make Gorgias a kind of Nestor, Plat.: also, to represent as so and so, κ. τινὰ πάροινον, Dem.
5. in Logic, to construct an argument, Arist.
6. absol. in Mid. to make ready for doing, ὡς πολεμήσοντες Thuc.; ὡς οἰκήσων Xen.
Chinese
原文音譯:kataskeu£zw 卡他-士求阿索
詞類次數:動詞(11)
原文字根:向下-器具 相當於: (בָּנָה) (בָּרָא) (כּוּן / נָכֹון)
字義溯源:預備齊了,合用,預備,建造,陳設,裝備;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(σκεῦος)*=器具)組成。參讀 (ἑτοιμάζω)同義字
同源字:1) (ἀνασκευάζω)包裝 2) (ἀπαρασκεύαστος)沒有預備的 3) (ἀποσκευάζω / ἐπισκευάζομαι)收拾行李 4) (ἀποσκευάζω / ἐπισκευάζομαι)裝備好 5) (παρασκευάζω)儲應 6) (παρασκευή)準備妥 7) (σκευή)家具 8) (σκεῦος)容器
出現次數:總共(11);太(1);可(1);路(2);來(6);彼前(1)
譯字彙編:
1) 預備(3) 可1:2; 路7:27; 彼前3:20;
2) 建造(3) 來3:3; 來3:4; 來3:4;
3) 預備了(2) 來9:2; 來11:7;
4) 他要⋯預備(1) 太11:10;
5) 預備齊了(1) 來9:6;
6) 合用的(1) 路1:17