ἀπολυτικός: Difference between revisions
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui a de | |btext=ή, όν :<br />qui a de l'indulgence pour absoudre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπολύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:50, 5 September 2022
English (LSJ)
ή, όν, disposed to acquit. Adv. -κῶς, ἔχειν τινός to be minded to acquit one, X.HG5.4.25.
German (Pape)
[Seite 313] befreiend, Sp.; ἀπολυτικῶς ἔχειν τινός Xen. Hell. 5, 4. 25, Einen gern befreien wollen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολυτικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ ἀπολύσῃ, ἀθῳώσῃ: ― Ἐπίρρ., ἀπολυτικῶς ἔχω τινός, ἔχω κατὰ νοῦν, εἶμαι διατεθειμένος νὰ ἀπολύσω, ἀθῳώσω τινά, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 25.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui a de l'indulgence pour absoudre.
Étymologie: ἀπολύω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1que puede ser soltado o liberado τῶν ἐκ τῆς ἀλογίας δεσμῶν Procl.in Euc.46.24.
2 que esta liberado de compromiso matrimonial de una mujer PNess.57.16 (VII d.C.).
3 absoluto primera de las cualidades (ποιότητες) del verbo, Dosith.406.
II adv. -ῶς en disposición de absolver ἀ. αὐτοῦ εἶχον estaban dispuestos a absolverlo X.HG 5.4.25.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἀπολυτικός), -ή, -όν) απόλυσις
μσν.- νεοελλ.
ο σχετικός με την απόλυση ή την απαλλαγή
αρχ.-μσν.
1. φρ. «ἀπολυτική ἐπιστολή» — επιστολή που χορηγείται σε κληρικό ως άδεια για να μετατεθεί σε άλλη επισκοπή
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπολυτικόν
απολυτίκιο
αρχ.
αθωωτικός, απαλλακτικός.
Greek Monotonic
ἀπολῠτικός: -ή, -όν (ἀπολύω), αυτός που είναι διατεθειμένος να απαλλάξει, να αθωώσει· επίρρ., ἀπολυτικῶς ἔχειν, έχω κατά νου να απαλλάξω, να αθωώσω κάποιον, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἀπολύω
disposed to acquit:— adv., ἀπολυτικῶς ἔχειν τινός to be minded to acquit one, Xen.