μονώψ: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "qu’u" to "qu'u")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῶπος (ὁ, ἡ)<br />qui n’a qu’un œil.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[ὤψ]].
|btext=ῶπος (ὁ, ἡ)<br />qui n’a qu'un œil.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[ὤψ]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:16, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονώψ Medium diacritics: μονώψ Low diacritics: μονώψ Capitals: ΜΟΝΩΨ
Transliteration A: monṓps Transliteration B: monōps Transliteration C: monops Beta Code: monw/y

English (LSJ)

ῶπος (on the accent cf. Hdn.Gr.1.247), Ion. μουνώψ, ὁ, ἡ, A one-eyed, of the Cyclopes, E.Cyc.21,648; μουνῶπα στρατόν, of the Arimaspi, A.Pr. 804: neut. pl. μονῶπα Call.Fr.28.2P. 2 μόνωψ, , bandage for one eye, Heliod. ap. Orib.48.41 tit.

German (Pape)

[Seite 206] ῶπος, einäugig, poet.; μουνῶπα στρατὸν Ἀριμασπόν, Aesch. Prom. 806; von den Kyklopen, Eur. Cycl. 21. 644 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μονώψ: -ῶπος, (οὐχὶ μόνωψ. Ἀρκάδ. 94. 26, πρβλ. τυφλώψ), Ἰων. μουνώψ, ὁ, ἡ, μονόφθαλμος, ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Εὐρ. Κύκλ. 21, 648· ἐπὶ τῶν Ἀριμασπῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 804, ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ: πρβλ. μονόμματος. - Ἴδε Κόντου Φιλ. Ποικ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 28.

French (Bailly abrégé)

ῶπος (ὁ, ἡ)
qui n’a qu'un œil.
Étymologie: μόνος, ὤψ.

Greek Monolingual

μονώψ, -ῶπος, ιων. τ. μουνώψ, ὁ, ἡ και μόνωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει έναν μόνο οφθαλμό, μονόφθαλμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ωψ / -ωπος (< ὤψ, ὠπός«οφθαλμός»), πρβλ. κελαιν-ώψ].

Greek Monotonic

μονώψ: Ιων. μουνώψ, -ῶπος, ὁ, ἡ, μονόφθαλμος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μονώψ: ион. μουνώψ, ῶπος adj. одноглазый (Κύκλωψ Eur.).

Middle Liddell

μον-ώψ, ιονιξ μουνώψ, ῶπος, ὁ, ἡ,
one-eyed, Aesch., Eur.