πράσιος: Difference between revisions
Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - ".[[" to ". [[") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prasios | |Transliteration C=prasios | ||
|Beta Code=pra/sios | |Beta Code=pra/sios | ||
|Definition=[ᾰ], ον, = [[πράσινος]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>68c</span>; στολή <span class="bibl">D.C.79.14</span>; <b class="b3">οἱ π</b>., = [[πράσινοι]] <span class="bibl">3</span>, <span class="bibl">Id.73.4</span>; [[vomitus]], Cael.Aur.<span class="title">CP</span>3.20; (sc.[[lapis]]) = [[πρασῖτις]], <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>37.113</span>. | |Definition=[ᾰ], ον, = [[πράσινος]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>68c</span>; στολή <span class="bibl">D.C.79.14</span>; <b class="b3">οἱ π</b>., = [[πράσινοι]] <span class="bibl">3</span>, <span class="bibl">Id.73.4</span>; [[vomitus]], Cael.Aur.<span class="title">CP</span>3.20; (sc. [[lapis]]) = [[πρασῖτις]], <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>37.113</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:20, 21 September 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ον, = πράσινος, Pl.Ti.68c; στολή D.C.79.14; οἱ π., = πράσινοι 3, Id.73.4; vomitus, Cael.Aur.CP3.20; (sc. lapis) = πρασῖτις, Plin.HN37.113.
German (Pape)
[Seite 694] = πράσινος, Plat. Tim. 68 c u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πράσιος: -ον, = πράσινος, Πλάτ. Τίμ. 68C· πρβλ. πράσινος.
Greek Monolingual
ο / πράσιος, -ον, ΝΑ πράσον
νεοελλ.
πράσινη ποικιλία του χαλαζία, το χρώμα της οποίας οφείλεται στην παρουσία του πυριτικού ορυκτού ακτινόλιθος, αλλ. πρασόλιθος
αρχ.
1. πράσινος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πράσιος
α) εμετός
β) είδος πολύτιμου λίθου, η πρασίτις
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πράσιος
το φυτό πράσιο
4. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Πράσιοι
ο ένας από τους δύο κύριους ανταγωνιζόμενους δήμους της Κωνσταντινούπολης, κατά τους βυζαντινούς χρόνους, οι Πράσινοι.
Russian (Dvoretsky)
πράσιος: (ᾰ) Plut. = πράσινος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πράσιος -ον, ook πράσινος [πράσον] lichtgroen, geelgroen.