πράος: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / πρᾱος, -ον, ΝΜΑ, και [[πραΰς]] και ιων. τ. πρηΰς, -εῑα, -ΰ, Α<br /><b>1.</b> (για πρόσ. και μόνο στην αρχαία και για πράγματα, αισθήματα, πράξεις και λόγους) [[ήπιος]], [[ήμερος]], [[γλυκύς]], [[μαλακός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ευγενείς τρόπους (α. «πρᾱος τὸ [[ἦθος]]», <b>Πίνδ.</b><br />β. «πρᾱός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ήχο) [[γλυκός]] («τὴν φωνὴν πραοτέραν προΐενται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για αρρώστιες) [[ελαφρός]] («πυρετοί πρηέες», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> αυτός που είχε εξοργιστεί και στη [[συνέχεια]] ηρέμησε<br /><b>4.</b> (για [[άλογο]]) εξημερωμένος, δαμασμένος<br /><b>5.</b> (για ζώα) [[ήμερος]]<br /><b>6.</b> αυτός που καθιστά κάποιον ήρεμο και μαλακό, αυτός που εξημερώνει, που δαμάζει<br /><b>7.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πραέα</i><br />τα χάδια<br /><b>8.</b> <b>παροιμ.</b> «πραΰτερος μολόχας». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πράως]] ΝΑ [[πραέως]] και ιων. τ. <i>πρηέως</i> Α<br />με [[πραότητα]], ήπια, ήρεμα («ἐν τῇ παρεστώσῃ ξυμφορᾷ, ὡς ῥαδίως αὐτὴν καὶ [[πράως]] φέρεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μιλώ]] με [[απάθεια]], [[χωρίς]] [[συγκίνηση]] («[[πράως]] λέγοι τὸ αὐτοῦ [[πάθος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> με μαλακό τρόπο, όχι αυστηρά<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πράως]] διάκεισθε» — [[είμαι]] [[ήρεμος]], σε [[αντιδιαστολή]] με το οργίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο αρχαιότερος τ. του επιθ. [[πρᾶος]] [[είναι]] η αθέματη [[μορφή]] <i>πραΰς</i> / <i>πρηΰς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κρατ</i>-<i>ύς</i>), ενώ τ. με υπογεγραμμένο -<i>ι</i>- [[είναι]] δευτερογενείς σχηματισμοί αναλογικοί του [[ῥᾴων]].
|mltxt=-α, -ο / πρᾱος, -ον, ΝΜΑ, και [[πραΰς]] και ιων. τ. πρηΰς, -εῖα, -ΰ, Α<br /><b>1.</b> (για πρόσ. και μόνο στην αρχαία και για πράγματα, αισθήματα, πράξεις και λόγους) [[ήπιος]], [[ήμερος]], [[γλυκύς]], [[μαλακός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ευγενείς τρόπους (α. «πρᾱος τὸ [[ἦθος]]», <b>Πίνδ.</b><br />β. «πρᾱός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ήχο) [[γλυκός]] («τὴν φωνὴν πραοτέραν προΐενται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για αρρώστιες) [[ελαφρός]] («πυρετοί πρηέες», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> αυτός που είχε εξοργιστεί και στη [[συνέχεια]] ηρέμησε<br /><b>4.</b> (για [[άλογο]]) εξημερωμένος, δαμασμένος<br /><b>5.</b> (για ζώα) [[ήμερος]]<br /><b>6.</b> αυτός που καθιστά κάποιον ήρεμο και μαλακό, αυτός που εξημερώνει, που δαμάζει<br /><b>7.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πραέα</i><br />τα χάδια<br /><b>8.</b> <b>παροιμ.</b> «πραΰτερος μολόχας». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πράως]] ΝΑ [[πραέως]] και ιων. τ. <i>πρηέως</i> Α<br />με [[πραότητα]], ήπια, ήρεμα («ἐν τῇ παρεστώσῃ ξυμφορᾷ, ὡς ῥαδίως αὐτὴν καὶ [[πράως]] φέρεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μιλώ]] με [[απάθεια]], [[χωρίς]] [[συγκίνηση]] («[[πράως]] λέγοι τὸ αὐτοῦ [[πάθος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> με μαλακό τρόπο, όχι αυστηρά<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πράως]] διάκεισθε» — [[είμαι]] [[ήρεμος]], σε [[αντιδιαστολή]] με το οργίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο αρχαιότερος τ. του επιθ. [[πρᾶος]] [[είναι]] η αθέματη [[μορφή]] <i>πραΰς</i> / <i>πρηΰς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κρατ</i>-<i>ύς</i>), ενώ τ. με υπογεγραμμένο -<i>ι</i>- [[είναι]] δευτερογενείς σχηματισμοί αναλογικοί του [[ῥᾴων]].
}}
}}

Revision as of 15:05, 27 September 2022

Greek Monolingual

-α, -ο / πρᾱος, -ον, ΝΜΑ, και πραΰς και ιων. τ. πρηΰς, -εῖα, -ΰ, Α
1. (για πρόσ. και μόνο στην αρχαία και για πράγματα, αισθήματα, πράξεις και λόγους) ήπιος, ήμερος, γλυκύς, μαλακός
2. αυτός που έχει ευγενείς τρόπους (α. «πρᾱος τὸ ἦθος», Πίνδ.
β. «πρᾱός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ», ΚΔ)
αρχ.
1. (για ήχο) γλυκός («τὴν φωνὴν πραοτέραν προΐενται», Ξεν.)
2. (για αρρώστιες) ελαφρός («πυρετοί πρηέες», Ιπποκρ.)
3. αυτός που είχε εξοργιστεί και στη συνέχεια ηρέμησε
4. (για άλογο) εξημερωμένος, δαμασμένος
5. (για ζώα) ήμερος
6. αυτός που καθιστά κάποιον ήρεμο και μαλακό, αυτός που εξημερώνει, που δαμάζει
7. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πραέα
τα χάδια
8. παροιμ. «πραΰτερος μολόχας».
επίρρ...
πράως ΝΑ πραέως και ιων. τ. πρηέως Α
με πραότητα, ήπια, ήρεμα («ἐν τῇ παρεστώσῃ ξυμφορᾷ, ὡς ῥαδίως αὐτὴν καὶ πράως φέρεις», Πλάτ.)
αρχ.
1. μιλώ με απάθεια, χωρίς συγκίνησηπράως λέγοι τὸ αὐτοῦ πάθος», Ξεν.)
2. με μαλακό τρόπο, όχι αυστηρά
3. φρ. «πράως διάκεισθε» — είμαι ήρεμος, σε αντιδιαστολή με το οργίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο αρχαιότερος τ. του επιθ. πρᾶος είναι η αθέματη μορφή πραΰς / πρηΰς (πρβλ. κρατ-ύς), ενώ τ. με υπογεγραμμένο -ι- είναι δευτερογενείς σχηματισμοί αναλογικοί του ῥᾴων.