Στυξ: Difference between revisions
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-υγός, η / [[Στύξ]], ΝΑ, και Στύγο Ν<br /><b>μυθ.</b><br /><b>1.</b> [[φοβερός]] [[ποταμός]] που διαρρέει τον Κάτω Κόσμο και τον συγκρατεί και στού οποίου τα νερά οι θεοί έδιναν απαράβατους όρκους<br /><b>2.</b> (στον Όμ. και [[κυρίως]] στην [[Οδύσσεια]]) ο [[χώρος]] περιπλάνησης τών σκιών τών [[νεκρών]] εκείνων που διέπραξαν [[κακό]] και δεν απολάμβαναν τις αρμόζουσες νεκρικές τιμές<br /><b>3.</b> (στον Ησίοδο) [[κόρη]] του Ωκεανού και της Τηθύος<br /><b>4.</b> (σύμφωνα με την επικρατέστερη [[παράδοση]]) [[σύζυγος]] του Πάλλοντος που έλαβε ενεργό [[μέρος]] στο [[πλευρό]] του [[Διός]] στη [[μάχη]] [[εναντίον]] τών Τιτάνων<br /><b>5.</b> πολύ ψυχρή, θανατηφόρα [[πηγή]] στην Αρκαδία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως προσηγ.</b> ἡ [[στύξ]]<br /><b>1.</b> μυθικό [[τέρας]] που προξενούσε φόβο<br /><b>2.</b> παγερό και διαπεραστικό [[ψύχος]]<br /><b>3.</b> [[μίσος]], [[αποστροφή]] και, [[ιδίως]], [[προς]] το ανθρώπινο [[γένος]]<br /><b>4.</b> [[σκώψ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. [[Στύξ]] (<span style="color: red;"><</span> <i>στυγ</i>-<i>ς</i>) αποτελεί [[ριζικό]] όν. σχηματισμένο από θ. <i>στυγ</i>- (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> <i>στυγῶ</i>). Η λ. χρησιμοποιήθηκε και με σημ. «[[είδος]] μικρής γλαύκας, [[σκώψ]]» πιθ. από συμφυρμό [[προς]] τον τ. [[στρίγξ]]]. | |mltxt=-υγός, η / [[Στύξ]], ΝΑ, και Στύγο Ν<br /><b>μυθ.</b><br /><b>1.</b> [[φοβερός]] [[ποταμός]] που διαρρέει τον Κάτω Κόσμο και τον συγκρατεί και στού οποίου τα νερά οι θεοί έδιναν απαράβατους όρκους<br /><b>2.</b> (στον Όμ. και [[κυρίως]] στην [[Οδύσσεια]]) ο [[χώρος]] περιπλάνησης τών σκιών τών [[νεκρών]] εκείνων που διέπραξαν [[κακό]] και δεν απολάμβαναν τις αρμόζουσες νεκρικές τιμές<br /><b>3.</b> (στον Ησίοδο) [[κόρη]] του Ωκεανού και της Τηθύος<br /><b>4.</b> (σύμφωνα με την επικρατέστερη [[παράδοση]]) [[σύζυγος]] του Πάλλοντος που έλαβε ενεργό [[μέρος]] στο [[πλευρό]] του [[Διός]] στη [[μάχη]] [[εναντίον]] τών Τιτάνων<br /><b>5.</b> πολύ ψυχρή, θανατηφόρα [[πηγή]] στην Αρκαδία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως προσηγ.</b> ἡ [[στύξ]]<br /><b>1.</b> μυθικό [[τέρας]] που προξενούσε φόβο<br /><b>2.</b> παγερό και διαπεραστικό [[ψύχος]]<br /><b>3.</b> [[μίσος]], [[αποστροφή]] και, [[ιδίως]], [[προς]] το ανθρώπινο [[γένος]]<br /><b>4.</b> [[σκώψ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. [[Στύξ]] (<span style="color: red;"><</span> <i>στυγ</i>-<i>ς</i>) αποτελεί [[ριζικό]] όν. σχηματισμένο από θ. <i>στυγ</i>- (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> <i>στυγῶ</i>). Η λ. χρησιμοποιήθηκε και με σημ. «[[είδος]] μικρής γλαύκας, [[σκώψ]]» πιθ. από συμφυρμό [[προς]] τον τ. [[στρίγξ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:40, 27 September 2022
Greek Monolingual
-υγός, η / Στύξ, ΝΑ, και Στύγο Ν
μυθ.
1. φοβερός ποταμός που διαρρέει τον Κάτω Κόσμο και τον συγκρατεί και στού οποίου τα νερά οι θεοί έδιναν απαράβατους όρκους
2. (στον Όμ. και κυρίως στην Οδύσσεια) ο χώρος περιπλάνησης τών σκιών τών νεκρών εκείνων που διέπραξαν κακό και δεν απολάμβαναν τις αρμόζουσες νεκρικές τιμές
3. (στον Ησίοδο) κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος
4. (σύμφωνα με την επικρατέστερη παράδοση) σύζυγος του Πάλλοντος που έλαβε ενεργό μέρος στο πλευρό του Διός στη μάχη εναντίον τών Τιτάνων
5. πολύ ψυχρή, θανατηφόρα πηγή στην Αρκαδία
αρχ.
ως προσηγ. ἡ στύξ
1. μυθικό τέρας που προξενούσε φόβο
2. παγερό και διαπεραστικό ψύχος
3. μίσος, αποστροφή και, ιδίως, προς το ανθρώπινο γένος
4. σκώψ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. Στύξ (< στυγ-ς) αποτελεί ριζικό όν. σχηματισμένο από θ. στυγ- (για ετυμολ. βλ. λ. στυγῶ). Η λ. χρησιμοποιήθηκε και με σημ. «είδος μικρής γλαύκας, σκώψ» πιθ. από συμφυρμό προς τον τ. στρίγξ].