συμμιαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμμιαίνω''': [[μιαίνω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 6, 3, Ἑβδ. (Βαροὺχ Γ΄, 10).
|lstext='''συμμιαίνω''': [[μιαίνω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 6, 3, Ἑβδ. (Βαροὺχ Γ΄, 10).
}}
{{grml
|mltxt=Α [[μιαίνω]]<br />[[μιαίνω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[μιαίνω]]<br />[[μιαίνω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον.
|mltxt=Α [[μιαίνω]]<br />[[μιαίνω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον.
}}
}}

Revision as of 19:45, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμῐαίνω Medium diacritics: συμμιαίνω Low diacritics: συμμιαίνω Capitals: ΣΥΜΜΙΑΙΝΩ
Transliteration A: symmiaínō Transliteration B: symmiainō Transliteration C: symmiaino Beta Code: summiai/nw

English (LSJ)

defile together with, τινι LXX Ba.3.10, J.BJ4.6.3.

German (Pape)

[Seite 982] mit. od. zugleich besudeln, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

συμμιαίνω: μιαίνω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 6, 3, Ἑβδ. (Βαροὺχ Γ΄, 10).

Greek Monolingual

Α μιαίνω
μιαίνω κάτι από κοινού με άλλον.