ὔρχη: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "ναῡτ" to "ναῦτ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐφ' ἧς τὰ φορτία φέρουσιν οἱ ναῡται».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. πιθ. [[πρέπει]] να διακριθεί από τη λ. <i>ὕρχη</i>].
|mltxt=ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐφ' ἧς τὰ φορτία φέρουσιν οἱ ναῦται».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. πιθ. [[πρέπει]] να διακριθεί από τη λ. <i>ὕρχη</i>].
}}
}}

Revision as of 09:00, 29 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὔρχη Medium diacritics: ὔρχη Low diacritics: ύρχη Capitals: ΥΡΧΗ
Transliteration A: ýrchē Transliteration B: yrchē Transliteration C: yrchi Beta Code: u)/rxh

English (LSJ)

ἡ, jar, for pickles, in acc. pl. ὔρχας, Ar. V.676 (anap.); nom. sg. ὔρχη (twice corr. from ὔρχης) ταρίχου, ὑπογαστρίων ὔρχη, PSI4.428.8, 84 (iii B. C.); for wine, in acc. pl. ὔρχας, Ar.Fr.423. (Aeol.acc. to Poll.6.14, Sch.D.T.p.143H.; ψιλοῦται Sch.D.T.l.c.; ὑρχή (·ἐφ' ἧς τὰ φορτία φέρουσιν οἱ ναῦται, Hsch.) is perhaps a difft. word.)

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
vase de terre où l'on conservait le poisson salé, ou le vin.
Étymologie: mot éol. -- DELG cf. lat. orca, tous deux empr. à une langue médit.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἐφ' ἧς τὰ φορτία φέρουσιν οἱ ναῦται».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διακριθεί από τη λ. ὕρχη].