δύσχρηστος: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
m (Text replacement - "l’" to "l'") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=du/sxrhstos | |Beta Code=du/sxrhstos | ||
|Definition=ον, ([[χράομαι]]) [[hard to use]], [[inconvenient]], opp. [[εὔχρηστος]], Hp.Aph.2.54, cf. Sch.Il.Oxy.221 vii 14; ἱππικὸν [[στράτευμα]] ἐν νυκτὶ… δ. X.Cyr.3.3.26; [[intractable]], κύνες Id.Cyn.3.11; of [[troop]]s, Plb.4.11.8 (Sup.); δύσχρηστος [[ἐξουσία]] = [[hard to use well]], Isoc.8.103; [[δύσχρηστα]] = [[inconvenience]]s, Cic. Att.7.5.3, cf. D.S.4.8. Adv. [[δυσχρήστως διακεῖσθαι]] = [[be in difficulties]], [[be in an embarrassing situation]], [[lack an escape route]], [[be in distress]], [[be unmanageable]], of [[ship]]s, Plb.1.61.4; of ''troop''s, [[ἀπαλλάττειν]] Id.4.64.7; δυσχρήστως ἔχειν Plu.Aem.19:—synon. for οὐ [[χρησίμως]], Str.17.2.4. | |Definition=ον, ([[χράομαι]]) [[hard to use]], [[inconvenient]], opp. [[εὔχρηστος]], Hp.Aph.2.54, cf. Sch.Il.Oxy.221 vii 14; ἱππικὸν [[στράτευμα]] ἐν νυκτὶ… δ. X.Cyr.3.3.26; [[intractable]], κύνες Id.Cyn.3.11; of [[troop]]s, Plb.4.11.8 (Sup.); δύσχρηστος [[ἐξουσία]] = [[hard to use well]], Isoc.8.103; [[δύσχρηστα]] = [[inconvenience]]s, Cic. Att.7.5.3, cf. D.S.4.8. Adv. [[δυσχρήστως διακεῖσθαι]] = [[be in difficulties]], [[be in an embarrassing situation]], [[lack an escape route]], [[be in distress]], [[be unmanageable]], of [[ship]]s, Plb.1.61.4; of ''troop''s, [[ἀπαλλάττειν]] Id.4.64.7; δυσχρήστως ἔχειν Plu.Aem.19:—synon. for οὐ [[χρησίμως]], Str.17.2.4. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[difícil de usar]] ἡ ἐξουσία Isoc.8.103, μία ἐπὶ πάντων μέθοδος Arist.<i>Top</i>.102<sup>b</sup>37.<br /><b class="num">2</b> [[molesto]], [[incómodo]] de pers. (ὁ δίκαιος) δ. ἡμῖν ἐστιν [[LXX]] <i>Is</i>.3.10, <i>Sap</i>.2.12, de cosas ἐγγηρᾶσθαι δέ, δύσχρηστον Hp.<i>Aph</i>.2.54, τὸ λατομεῖον Str.12.2.8, ἐσθῆτα ... μείζω τοῦ σώματος ἔχειν D.Chr.17.21<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. subst. τὰ δύσχρηστα [[inconvenientes]] πολλὰ δύσχρηστα συμβαίνει τοῖς ἱστοροῦσι D.S.4.8, cf. Cic.<i>Att</i>.128.5.<br /><b class="num">3</b> [[inservible]] ἱππικὸν στράτευμα ἐν νυκτὶ ... δ. X.<i>Cyr</i>.3.3.26, de los perros de caza sin adiestrar, X.<i>Cyn</i>.3.11, de tropas, Plb.4.11.8, ἵππος Plu.<i>Alex</i>.6, τὰ γὰρ εὔχρηστα τῆς φιλίας δύσχρηστα γίγνεται διὰ τὴν πολυφιλίαν Plu.2.95b, ([[ἀσπίς]]) δ. ἐν [ὕδασιν Sch.Er.<i>Il</i>.21.163 (p.92).<br /><b class="num">4</b> [[apurado]], [[difícil]] ἐν καιρῷ περὶ πάντα γενομένῳ δυσχρήστῳ en un tiempo que en todos los órdenes fue de dificultades (económicas)</i> <i>IStratonikeia</i> 275.17 (II/III d.C.).<br /><b class="num">5</b> gram. [[inusitado]], [[incorrecto]] ἐνεστὼς ... δ. ἀντὶ τοῦ ... ἀορίστου Eust.934.48.<br /><b class="num">II</b> adv. [[δυσχρήστως]]<br /><b class="num">1</b> [[con molestia]], [[incómodamente]] δ. ... ζυ] γομαχῶν τοῦτον Men.<i>Dysc</i>.249<br /><b class="num">•</b>[[con dificultad]] δ. ἀπαλλάττοντες Plb.4.64.7, ἔχειν δ. Posidonius 1.<br /><b class="num">2</b> [[de manera inservible]] νῆες γέμουσαι δ. διέκειντο πρὸς τὸν κίνδυνον Plb.1.61.4, op. [[χρησίμως]] Str.17.2.4. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> embarrassant, peu commode;<br /><b>2</b> difficile à manier, rétif, ombrageux, d'un commerce difficile ; <i>en parl. de choses</i> dont l'usage est difficile <i>ou</i> délicat.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[χράομαι]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> embarrassant, peu commode;<br /><b>2</b> difficile à manier, rétif, ombrageux, d'un commerce difficile ; <i>en parl. de choses</i> dont l'usage est difficile <i>ou</i> délicat.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[χράομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:35, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, (χράομαι) hard to use, inconvenient, opp. εὔχρηστος, Hp.Aph.2.54, cf. Sch.Il.Oxy.221 vii 14; ἱππικὸν στράτευμα ἐν νυκτὶ… δ. X.Cyr.3.3.26; intractable, κύνες Id.Cyn.3.11; of troops, Plb.4.11.8 (Sup.); δύσχρηστος ἐξουσία = hard to use well, Isoc.8.103; δύσχρηστα = inconveniences, Cic. Att.7.5.3, cf. D.S.4.8. Adv. δυσχρήστως διακεῖσθαι = be in difficulties, be in an embarrassing situation, lack an escape route, be in distress, be unmanageable, of ships, Plb.1.61.4; of troops, ἀπαλλάττειν Id.4.64.7; δυσχρήστως ἔχειν Plu.Aem.19:—synon. for οὐ χρησίμως, Str.17.2.4.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de usar ἡ ἐξουσία Isoc.8.103, μία ἐπὶ πάντων μέθοδος Arist.Top.102b37.
2 molesto, incómodo de pers. (ὁ δίκαιος) δ. ἡμῖν ἐστιν LXX Is.3.10, Sap.2.12, de cosas ἐγγηρᾶσθαι δέ, δύσχρηστον Hp.Aph.2.54, τὸ λατομεῖον Str.12.2.8, ἐσθῆτα ... μείζω τοῦ σώματος ἔχειν D.Chr.17.21
•neutr. plu. subst. τὰ δύσχρηστα inconvenientes πολλὰ δύσχρηστα συμβαίνει τοῖς ἱστοροῦσι D.S.4.8, cf. Cic.Att.128.5.
3 inservible ἱππικὸν στράτευμα ἐν νυκτὶ ... δ. X.Cyr.3.3.26, de los perros de caza sin adiestrar, X.Cyn.3.11, de tropas, Plb.4.11.8, ἵππος Plu.Alex.6, τὰ γὰρ εὔχρηστα τῆς φιλίας δύσχρηστα γίγνεται διὰ τὴν πολυφιλίαν Plu.2.95b, (ἀσπίς) δ. ἐν [ὕδασιν Sch.Er.Il.21.163 (p.92).
4 apurado, difícil ἐν καιρῷ περὶ πάντα γενομένῳ δυσχρήστῳ en un tiempo que en todos los órdenes fue de dificultades (económicas) IStratonikeia 275.17 (II/III d.C.).
5 gram. inusitado, incorrecto ἐνεστὼς ... δ. ἀντὶ τοῦ ... ἀορίστου Eust.934.48.
II adv. δυσχρήστως
1 con molestia, incómodamente δ. ... ζυ] γομαχῶν τοῦτον Men.Dysc.249
•con dificultad δ. ἀπαλλάττοντες Plb.4.64.7, ἔχειν δ. Posidonius 1.
2 de manera inservible νῆες γέμουσαι δ. διέκειντο πρὸς τὸν κίνδυνον Plb.1.61.4, op. χρησίμως Str.17.2.4.
German (Pape)
[Seite 691] schlecht zu gebrauchen, unbrauchbar, στράτευμα Xen. Cyr. 3, 3, 26; Pol. 18, 15, 9; vgl. Dem. 58, 63; untauglich, unnütz, VLL.; ἵππος, schwer zu lenken, Plut. Alex. 6. – Adv., δυσχρήστως διακεῖσθαι, = ἀπορεῖν, Pol. 5, 18, 11 u. öfter; ἔχειν, zu nichts nütze sein, Plut. Aem. 19.
Greek (Liddell-Scott)
δύσχρηστος: ον (χράομαι)· - δύσκολος πρὸς χρήσιν, δύσκολος, δυσχερής, σχεδόν ἀνωφελής, ἀντίθ. εὔχρηστος, Ἱππ. Ἀφ. 1246· ἱππικὸν στράτευμα ἐν νυκτὶ… δ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 26· κύνες, ὧν δύσκολος ἡ χρῆσις ἐν τῇ θήρᾳ, «ἀνεπιστημόνως ἠγμέναι», ὁ αὐτ. Κυν. 3, 11, πρβλ. Δημ. 1341. 1· δ. ἐξουσία, ἣν δυσκόλως μεταχειρίζεταί τις καλῶς, Ἰσοκρ. 180Α. - Ἐπιρρ. δυσχρήστως διάκειμαι, εἶμαι ἄχρηστος, ἀνωφελής, Πολύβ. 1. 61, 4· εὑρίσκομαι ἐν δυσκολίαις, ὁ αὐτ. 5. 18, 11· δ. ἔχειν Πλούτ. Αἰμιλ. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 embarrassant, peu commode;
2 difficile à manier, rétif, ombrageux, d'un commerce difficile ; en parl. de choses dont l'usage est difficile ou délicat.
Étymologie: δυσ-, χράομαι.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δύσχρηστος, -ον)
1. αυτός που δύσκολα χρησιμοποιείται, ακατάλληλος για χρήση
2. αυτός που σπάνια χρησιμοποιείται
νεοελλ.
αυτός του οποίου η χρήση δημιουργεί δυσκολίες
αρχ.
αυτός τον οποίο πρέπει να αποφεύγει κανείς να χρησιμοποιεί.
Greek Monotonic
δύσχρηστος: -ον (χράομαι), δύσκολος στη χρήση, σχεδόν άχρηστος, ανώφελος, σε Ξεν.· απείθαρχος, ανυπάκουος, στον ίδ.· επίρρ. -τως ἔχειν, βρίσκομαι σε δυσκολία, ενόχληση, δυσφορία, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δύσχρηστος:
1) негодный, неприменимый, ненужный, бесполезный (στράτευμα Xen.; μέθοδος Arst.; ὑπ᾽ ἀταξίας, sc. στρατιώτης Plut.);
2) непокорный, норовистый (ἵππος Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δύσχρηστος -ον [δυσ-, χράομαι] slecht bruikbaar, onhandelbaar.
Middle Liddell
δύσ-χρηστος, ον χράομαι
hard to use, nearly useless, Xen.; intractable, Xen.:—adv. -τως ἔχειν to be in distress, Plut.