γαλαξήεις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=galach/eis
|Beta Code=galach/eis
|Definition=εσσα, εν, = [[γαλαξαῖος]] ([[milky]], [[milk-white]]), ῥέεθρα [[varia lectio|v.l.]] Nonn. ''D.'' 22.18.
|Definition=εσσα, εν, = [[γαλαξαῖος]] ([[milky]], [[milk-white]]), ῥέεθρα [[varia lectio|v.l.]] Nonn. ''D.'' 22.18.
}}
{{DGE
|dgtxt=(γᾰλαξήεις) -εσσα, -εν [[blanco como la leche]] ῥέεθρα Nonn.<i>D</i>.22.18.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''γᾰλαξήεις''': εσσα, εν, λευκὸς ὡς τὸ [[γάλα]], ῥέεθρα Νόνν. Δ. 22. 18.
|lstext='''γᾰλαξήεις''': εσσα, εν, λευκὸς ὡς τὸ [[γάλα]], ῥέεθρα Νόνν. Δ. 22. 18.
}}
{{DGE
|dgtxt=(γᾰλαξήεις) -εσσα, -εν [[blanco como la leche]] ῥέεθρα Nonn.<i>D</i>.22.18.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γαλαξήεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />ο [[γαλαξαίος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αναλογικός [[σχηματισμός]] [[προς]] τα [[γαλαξίας]], [[Γαλάξια]], παράγωγα της λ. [[γάλα]].
|mltxt=[[γαλαξήεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />ο [[γαλαξαίος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αναλογικός [[σχηματισμός]] [[προς]] τα [[γαλαξίας]], [[Γαλάξια]], παράγωγα της λ. [[γάλα]].
}}
}}

Revision as of 11:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαλαξήεις Medium diacritics: γαλαξήεις Low diacritics: γαλαξήεις Capitals: ΓΑΛΑΞΗΕΙΣ
Transliteration A: galaxḗeis Transliteration B: galaxēeis Transliteration C: galaksieis Beta Code: galach/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, = γαλαξαῖος (milky, milk-white), ῥέεθρα v.l. Nonn. D. 22.18.

Spanish (DGE)

(γᾰλαξήεις) -εσσα, -εν blanco como la leche ῥέεθρα Nonn.D.22.18.

German (Pape)

[Seite 471] εσσα, εν, milchweiß, Nonn. D. 22, 18.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλαξήεις: εσσα, εν, λευκὸς ὡς τὸ γάλα, ῥέεθρα Νόνν. Δ. 22. 18.

Greek Monolingual

γαλαξήεις, -εσσα, -εν (Α)
ο γαλαξαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αναλογικός σχηματισμός προς τα γαλαξίας, Γαλάξια, παράγωγα της λ. γάλα.