βρεφικός: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=brefiko/s
|Beta Code=brefiko/s
|Definition=ή, όν, [[infantile]], <span class="bibl">Ph.2.84</span>, <span class="bibl">Eust.767.16</span>.
|Definition=ή, όν, [[infantile]], <span class="bibl">Ph.2.84</span>, <span class="bibl">Eust.767.16</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[infantil]], [[de niño]] τοὺς ὅρους τῆς βρεφικῆς ἡλικίας ὑπερβαίνων Ph.2.84 (cód.), βοὴν ... βρεφικήν Petr.Rau.<i>Ep</i>.1, β. [[βραχυστομία]] Eust.767.16, β. [[ἀναστροφή]] Eust.767.22.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[de manera infantil]] Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.82, Eust.565.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''βρεφικός''': -ή, -όν, [[νηπιώδης]], Φίλων 2. 84, καὶ μεταγεν.
|lstext='''βρεφικός''': -ή, -όν, [[νηπιώδης]], Φίλων 2. 84, καὶ μεταγεν.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[infantil]], [[de niño]] τοὺς ὅρους τῆς βρεφικῆς ἡλικίας ὑπερβαίνων Ph.2.84 (cód.), βοὴν ... βρεφικήν Petr.Rau.<i>Ep</i>.1, β. [[βραχυστομία]] Eust.767.16, β. [[ἀναστροφή]] Eust.767.22.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[de manera infantil]] Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.82, Eust.565.1.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βρεφικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε [[βρέφος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>βρεφικόν</i>, <i>το</i><br />το [[βρέφος]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βρεφικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε [[βρέφος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>βρεφικόν</i>, <i>το</i><br />το [[βρέφος]].
}}
}}

Revision as of 12:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρεφικός Medium diacritics: βρεφικός Low diacritics: βρεφικός Capitals: ΒΡΕΦΙΚΟΣ
Transliteration A: brephikós Transliteration B: brephikos Transliteration C: vrefikos Beta Code: brefiko/s

English (LSJ)

ή, όν, infantile, Ph.2.84, Eust.767.16.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 infantil, de niño τοὺς ὅρους τῆς βρεφικῆς ἡλικίας ὑπερβαίνων Ph.2.84 (cód.), βοὴν ... βρεφικήν Petr.Rau.Ep.1, β. βραχυστομία Eust.767.16, β. ἀναστροφή Eust.767.22.
2 adv. -ῶς de manera infantil Gr.Nyss.Eun.2.82, Eust.565.1.

German (Pape)

[Seite 463] kindlich, kindisch, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βρεφικός: -ή, -όν, νηπιώδης, Φίλων 2. 84, καὶ μεταγεν.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βρεφικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε βρέφος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. βρεφικόν, το
το βρέφος.