ἀκαχμένος: Difference between revisions

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP) v\. ([\p{Greek}\s]+) " to " v. $1 ")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)kaxme/nos
|Beta Code=a)kaxme/nos
|Definition=η, ον, Epic part. (cf. [[ἀκή]] A), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sharp-edged]], ἀ. ὀξέϊ χαλκῷ <span class="bibl">Il.15.482</span>, <span class="bibl">Od.1.99</span>, al.; πέλεκυν . . ἀμφοτέρωθεν ἀ. <span class="bibl">5.235</span>; φάσγανον <span class="bibl">22.80</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[armed]], c. dat., γένος σκυλάκων κυνόδουσιν ἀ. <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span> 1.476</span>, cf. <span class="bibl">3.252</span>.</span>
|Definition=η, ον, Epic part. (cf. [[ἀκή]] A), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sharp-edged]], ἀ. ὀξέϊ χαλκῷ <span class="bibl">Il.15.482</span>, <span class="bibl">Od.1.99</span>, al.; πέλεκυν . . ἀμφοτέρωθεν ἀ. <span class="bibl">5.235</span>; φάσγανον <span class="bibl">22.80</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[armed]], c. dat., γένος σκυλάκων κυνόδουσιν ἀ. <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span> 1.476</span>, cf. <span class="bibl">3.252</span>.</span>
}}
{{DGE
|dgtxt=-η, -ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-] part.<br /><b class="num">1</b> [[afilado]] ἀκαχμένα [[δούρατα]] <i>Il</i>.12.444, cf. 17.412, [[ἔγχος]] <i>Il</i>.21.72, φάσγανον ... [[ἀμφοτέρωθεν]] ἀκαχμένον puñal de doble filo</i>, <i>Od</i>.22.80, πέλεκυν [[ἀμφοτέρωθεν]] ἀκαχμένον hacha de doble filo</i>, <i>Od</i>.5.235, χειρὶ θύρσον ... ἀκαχμένον Nonn.<i>D</i>.14.217<br /><b class="num">•</b>c. dat. indicando el material [[ἔγχος]] ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ <i>Il</i>.10.135, cf. 14.12, 15.482, <i>Od</i>.1.99, 15.551, Hes.<i>Sc</i>.135.<br /><b class="num">2</b> [[armado]] c. dat. γένος σκυλάκων ... κυνόδουσιν ἀκαχμένον Opp.<i>C</i>.1.476, φῦλον, ἀκαχμένον ... χαυλιόδουσι Opp.<i>C</i>.3.252.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 21: Line 24:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[root]] ακ): [[sharpened]], [[pointed]]; [[ἔγχος]] ἀκαχμένον ὀξέι χαλκῷ ‘tipped [[with]] [[sharp]] [[point]] of [[bronze]],’ πελεκὺς [[ἀμφοτέρωθεν]] ἀκ., ‘[[doubleedged]]’ [[axe]], Od. 5.235.
|auten=([[root]] ακ): [[sharpened]], [[pointed]]; [[ἔγχος]] ἀκαχμένον ὀξέι χαλκῷ ‘tipped [[with]] [[sharp]] [[point]] of [[bronze]],’ πελεκὺς [[ἀμφοτέρωθεν]] ἀκ., ‘[[doubleedged]]’ [[axe]], Od. 5.235.
}}
{{DGE
|dgtxt=-η, -ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-] part.<br /><b class="num">1</b> [[afilado]] ἀκαχμένα [[δούρατα]] <i>Il</i>.12.444, cf. 17.412, [[ἔγχος]] <i>Il</i>.21.72, φάσγανον ... [[ἀμφοτέρωθεν]] ἀκαχμένον puñal de doble filo</i>, <i>Od</i>.22.80, πέλεκυν [[ἀμφοτέρωθεν]] ἀκαχμένον hacha de doble filo</i>, <i>Od</i>.5.235, χειρὶ θύρσον ... ἀκαχμένον Nonn.<i>D</i>.14.217<br /><b class="num">•</b>c. dat. indicando el material [[ἔγχος]] ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ <i>Il</i>.10.135, cf. 14.12, 15.482, <i>Od</i>.1.99, 15.551, Hes.<i>Sc</i>.135.<br /><b class="num">2</b> [[armado]] c. dat. γένος σκυλάκων ... κυνόδουσιν ἀκαχμένον Opp.<i>C</i>.1.476, φῦλον, ἀκαχμένον ... χαυλιόδουσι Opp.<i>C</i>.3.252.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαχμένος Medium diacritics: ἀκαχμένος Low diacritics: ακαχμένος Capitals: ΑΚΑΧΜΕΝΟΣ
Transliteration A: akachménos Transliteration B: akachmenos Transliteration C: akachmenos Beta Code: a)kaxme/nos

English (LSJ)

η, ον, Epic part. (cf. ἀκή A), A sharp-edged, ἀ. ὀξέϊ χαλκῷ Il.15.482, Od.1.99, al.; πέλεκυν . . ἀμφοτέρωθεν ἀ. 5.235; φάσγανον 22.80. II armed, c. dat., γένος σκυλάκων κυνόδουσιν ἀ. Opp.C. 1.476, cf. 3.252.

Spanish (DGE)

-η, -ον
• Prosodia: [ᾰ-] part.
1 afilado ἀκαχμένα δούρατα Il.12.444, cf. 17.412, ἔγχος Il.21.72, φάσγανον ... ἀμφοτέρωθεν ἀκαχμένον puñal de doble filo, Od.22.80, πέλεκυν ἀμφοτέρωθεν ἀκαχμένον hacha de doble filo, Od.5.235, χειρὶ θύρσον ... ἀκαχμένον Nonn.D.14.217
c. dat. indicando el material ἔγχος ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ Il.10.135, cf. 14.12, 15.482, Od.1.99, 15.551, Hes.Sc.135.
2 armado c. dat. γένος σκυλάκων ... κυνόδουσιν ἀκαχμένον Opp.C.1.476, φῦλον, ἀκαχμένον ... χαυλιόδουσι Opp.C.3.252.

German (Pape)

[Seite 70] η, ον (ἀκή), gespitzt; Hom. ἔγχος, ἀκαχμένον ὀξέι χαλκῷ Versende Iliad. 10, 135. 14, 12. 15, 482 Od. 1, 99. 15, 551. 20, 127; τῇ δ' ἑτέρῃ ἔχεν ἔγχος ἀκαχμένον, οὐδὲ μεθίει Iliad. 21, 72; ἀκαχμένα δούρατ' ἔχοντες Versende Iliad. 12, 444. 17, 412; φάσγανον ὀξὺ χάλκεον, ἀμφοτέρωθεν ἀκαχμένον Od. 22, 80, πέλεκυν μέγαν, ἄρμενον ἐν παλάμῃσιν, χάλκεον, ἀμφοτέρωθεν ἀκαχμένον Od. 5, 235;– Nonn. D. 17, 232; θύρσος 14, 217.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαχμένος: -η, -ον, Ὁμηρ. μετοχ. (ὡς ἐκ ῥήματος * ἄκω, ἴδε ἐν λ. ἀκὴ Ι), ὀξύς, ὀξεῖαν ἔχων ἀκμήν, ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ, Ἰλ. Ο. 482, Ὀδ. Α. 99, καὶ ἀλλ., πέλεκυν ... ἀμφοτέρωθεν ἀκ., Ὀδ. Ε. 235· φάσγανον, Χ. 80.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
aiguisé.
Étymologie: p. *ἀκαγμένος, avec redoublement att. de la R. Ἀκ, être aigu.

English (Autenrieth)

(root ακ): sharpened, pointed; ἔγχος ἀκαχμένον ὀξέι χαλκῷ ‘tipped with sharp point of bronze,’ πελεκὺς ἀμφοτέρωθεν ἀκ., ‘doubleedgedaxe, Od. 5.235.

Greek Monolingual

ἀκαχμένος, -η, -ον (Α)
1. ο ακονισμένος (Όμ. ε 235)
2. ο οπλισμένος με κοφτερά δόντια
Οππ. Κυν. 1.476).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης προελεύσεως μετοχικός τ. παρακειμένου. Η λ. προέρχεται πιθανώς από τον αναδιπλασιασμένο αρχικό τ. ἀκ-ακ-σ-μένος (με δάσυνση του κ σε χ για εκφραστικούς λόγους), τύπο ο οποίος συνδέεται με τη ρίζα ακ- «αιχμηρός κ.λπ.», ενώ κατ’ άλλους συνδέεται με το ουσ. ἔγχος, αν το -αχ- της λ. ἀκ-αχ-μένος θεωρηθεί ασθενής βαθμίδα της ρίζας ἐγχ- που απαντά στο ουσ. ἔγχος. Οπωσδήποτε και οι δύο απόψεις δεν είναι πολύ πειστικές. Βλ. και λήμμα ακ-].

Greek Monotonic

ἀκαχμένος: -η, -ον, μτχ. (όπως αν προερχόταν από ρήμα *ἄκω, βλ. ἀκή I), ακονισμένος, τροχισμένος, αιχμηρός, λέγεται για πέλεκεις και ξίφη, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκαχμένος: (ᾰκ) заостренный, остроконечный, острый (ἔγχος, δούρατα, φάσγανον Hom.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: pf. ptc.
Meaning: sharpened (Il.)
Origin: IE [Indo-European] [18] *h₂eḱ sharp
Etymology: Reduplicated formation; from *ἀκ-ακ-σ-μένος? to ἀκ- sharp. (S. Bechtel Lex.). Impossible (to ἔγχος) Schwyzer Glotta 12, 10ff.

Middle Liddell


a part. (as if from a Verb *ἄκω, v. ἀκή Ι), sharpened, of axes and swords, Hom.

Frisk Etymology German

ἀκαχμένος: ep. Ptz. (Hom., Opp.)
{akakhménos}
Meaning: geschärft.
Etymology: Reduplizierte Bildung, wahrscheinlich aus *ἀκακσ-μένος zu ἀκή usw. (Lit. bei Bechtel Lex.). Anders (zu ἔγχος) Schwyzer Glotta 12, 10ff.
Page 1,52