ἀμήρυτος: Difference between revisions
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)mh/rutos | |Beta Code=a)mh/rutos | ||
|Definition=ον, [[not to be wound up]], i.e. [[tedious]], γῆρας <span class="bibl">A.R.2.221</span>; λόγοι <span class="title">Com.Adesp.</span>837; μάθησις Phld.<span class="title">Herc.</span>873.8; ἥλιοι Anon. ap. Stob.3.28.21. | |Definition=ον, [[not to be wound up]], i.e. [[tedious]], γῆρας <span class="bibl">A.R.2.221</span>; λόγοι <span class="title">Com.Adesp.</span>837; μάθησις Phld.<span class="title">Herc.</span>873.8; ἥλιοι Anon. ap. Stob.3.28.21. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀμήρῠτος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[interminable]], [[γῆρας]] A.R.2.221, λόγοι <i>Com.Adesp</i>.837, μάθησις Phld.<i>Herc</i>.873.8, ἥλιοι Anon. en Stob.3.28.21, cf. Hsch., <i>AB</i> 387, Phot.p.91R., <i>EM</i> 1076.<br /><b class="num">2</b> [[infinito]] εἰς ἀμήρυτον μέντοι καὶ ἀκατάληπτον Cyr.Al.M.73.25, cf. ἀ. [[ἀριθμός]] Cyr.Al.M.73.173C.<br /><b class="num">3</b> [[inaprensible en su desarrollo]] τόκος Synes.<i>Hymn</i>.1.249. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμήρῠτος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐκτυλίξῃ, ὅ ἐ. [[ἀτελείωτος]], [[ὀχληρός]], [[γῆρας]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 221· λόγοι Α. Β. 20. | |lstext='''ἀμήρῠτος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐκτυλίξῃ, ὅ ἐ. [[ἀτελείωτος]], [[ὀχληρός]], [[γῆρας]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 221· λόγοι Α. Β. 20. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμήρυτος]], -ον (Α) [[μηρύομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν φθάνει σε [[τέλος]], ατελείωτος<br /><b>2.</b> [[ανιαρός]], [[βαρετός]]. | |mltxt=[[ἀμήρυτος]], -ον (Α) [[μηρύομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν φθάνει σε [[τέλος]], ατελείωτος<br /><b>2.</b> [[ανιαρός]], [[βαρετός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, not to be wound up, i.e. tedious, γῆρας A.R.2.221; λόγοι Com.Adesp.837; μάθησις Phld.Herc.873.8; ἥλιοι Anon. ap. Stob.3.28.21.
Spanish (DGE)
(ἀμήρῠτος) -ον
1 interminable, γῆρας A.R.2.221, λόγοι Com.Adesp.837, μάθησις Phld.Herc.873.8, ἥλιοι Anon. en Stob.3.28.21, cf. Hsch., AB 387, Phot.p.91R., EM 1076.
2 infinito εἰς ἀμήρυτον μέντοι καὶ ἀκατάληπτον Cyr.Al.M.73.25, cf. ἀ. ἀριθμός Cyr.Al.M.73.173C.
3 inaprensible en su desarrollo τόκος Synes.Hymn.1.249.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμήρῠτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐκτυλίξῃ, ὅ ἐ. ἀτελείωτος, ὀχληρός, γῆρας, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 221· λόγοι Α. Β. 20.
Greek Monolingual
ἀμήρυτος, -ον (Α) μηρύομαι
1. αυτός που δεν φθάνει σε τέλος, ατελείωτος
2. ανιαρός, βαρετός.