ἀνήλικος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)nh/likos | |Beta Code=a)nh/likos | ||
|Definition=ον, [[not yet arrived at man's estate]], <span class="bibl">Ps.-Callisth.1.38</span>, Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ἄνηβος]]. | |Definition=ον, [[not yet arrived at man's estate]], <span class="bibl">Ps.-Callisth.1.38</span>, Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ἄνηβος]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que no ha alcanzado la madurez]] ἀλλ' εἰ καὶ ὡς ἀνηλίκους ἡμᾶς καταφρονεῖς Ps.Callisth.1.38Γ, cf. Sud.s.u. [[ἄνηβος]]. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνήλῐκος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ [[μήπω]] εἰς ἡλικίαν ἀνδρὸς ἀφικόμενος, [[ἄνηβος]], ἀνηλίκῳ ὥρῃ, ἐν μικρᾷ ἡλικίᾳ, Συλλ. Ἐπιλλ. Ἐπίγρ. 2161b, πρβλ. Προσθήκ. καὶ ἴδε Σουΐδ. ἐν λ. [[ἄνηβος]]. | |lstext='''ἀνήλῐκος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ [[μήπω]] εἰς ἡλικίαν ἀνδρὸς ἀφικόμενος, [[ἄνηβος]], ἀνηλίκῳ ὥρῃ, ἐν μικρᾷ ἡλικίᾳ, Συλλ. Ἐπιλλ. Ἐπίγρ. 2161b, πρβλ. Προσθήκ. καὶ ἴδε Σουΐδ. ἐν λ. [[ἄνηβος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνήλικος]], -ον)<br />ο μη [[ενήλικος]], αυτός που βρίσκεται [[ακόμη]] στην παιδική ή εφηβική [[ηλικία]], αυτός που δεν έχει ενηλικιωθεί. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνήλικος]], -ον)<br />ο μη [[ενήλικος]], αυτός που βρίσκεται [[ακόμη]] στην παιδική ή εφηβική [[ηλικία]], αυτός που δεν έχει ενηλικιωθεί. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:02, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, not yet arrived at man's estate, Ps.-Callisth.1.38, Suid. s.v. ἄνηβος.
Spanish (DGE)
-ον
que no ha alcanzado la madurez ἀλλ' εἰ καὶ ὡς ἀνηλίκους ἡμᾶς καταφρονεῖς Ps.Callisth.1.38Γ, cf. Sud.s.u. ἄνηβος.
German (Pape)
[Seite 229] noch nicht mannbar, noch nicht inder ἡλικια, = ἄνηβος, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήλῐκος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ μήπω εἰς ἡλικίαν ἀνδρὸς ἀφικόμενος, ἄνηβος, ἀνηλίκῳ ὥρῃ, ἐν μικρᾷ ἡλικίᾳ, Συλλ. Ἐπιλλ. Ἐπίγρ. 2161b, πρβλ. Προσθήκ. καὶ ἴδε Σουΐδ. ἐν λ. ἄνηβος.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνήλικος, -ον)
ο μη ενήλικος, αυτός που βρίσκεται ακόμη στην παιδική ή εφηβική ηλικία, αυτός που δεν έχει ενηλικιωθεί.