ἀπνεύματος: Difference between revisions

From LSJ

περιστάσεις ἄνδρα δεικνύουσιν → circumstances show the man

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)pneu/matos
|Beta Code=a)pneu/matos
|Definition=ον, (πνεῦμα) [[without wind]] or [[current of air]], μεσημβρία <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>911b2</span>, ct. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>1.8.3</span>.
|Definition=ον, (πνεῦμα) [[without wind]] or [[current of air]], μεσημβρία <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>911b2</span>, ct. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>1.8.3</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[sin aire]], [[no aireado]] μεσημβρία Arist.<i>Pr</i>.911<sup>b</sup>2, οἱ τόποι Thphr.<i>CP</i> 1.8.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπνεύματος''': -ον, ([[πνεῦμα]]) ὁ [[ἄνευ]] πνοῆς ἀνέμου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πνευματώδης]]: - εἱκότως ἂν αἱ μέσαι νύκτες καὶ ἡ [[μεσημβρία]] ἀπνεύματοι εἷεν Ἀριστ. Πρβλ. 15. 5, 5, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 8, 3, κτλ.
|lstext='''ἀπνεύματος''': -ον, ([[πνεῦμα]]) ὁ [[ἄνευ]] πνοῆς ἀνέμου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πνευματώδης]]: - εἱκότως ἂν αἱ μέσαι νύκτες καὶ ἡ [[μεσημβρία]] ἀπνεύματοι εἷεν Ἀριστ. Πρβλ. 15. 5, 5, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 8, 3, κτλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[sin aire]], [[no aireado]] μεσημβρία Arist.<i>Pr</i>.911<sup>b</sup>2, οἱ τόποι Thphr.<i>CP</i> 1.8.3.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπνεύμᾰτος Medium diacritics: ἀπνεύματος Low diacritics: απνεύματος Capitals: ΑΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Transliteration A: apneúmatos Transliteration B: apneumatos Transliteration C: apneymatos Beta Code: a)pneu/matos

English (LSJ)

ον, (πνεῦμα) without wind or current of air, μεσημβρία Arist.Pr.911b2, ct. Thphr.CP1.8.3.

Spanish (DGE)

-ον
sin aire, no aireado μεσημβρία Arist.Pr.911b2, οἱ τόποι Thphr.CP 1.8.3.

German (Pape)

[Seite 293] (πνεῦμα), ohne Wind, Arist. probl. 15, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπνεύματος: -ον, (πνεῦμα) ὁ ἄνευ πνοῆς ἀνέμου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πνευματώδης: - εἱκότως ἂν αἱ μέσαι νύκτες καὶ ἡ μεσημβρία ἀπνεύματοι εἷεν Ἀριστ. Πρβλ. 15. 5, 5, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 8, 3, κτλ.

Greek Monolingual

ἀπνεύματος, -ον (Α)
ο δίχως άνεμο ή ρεύμα από αέρα.

Russian (Dvoretsky)

ἀπνεύματος: не обвеваемый ветрами, безветренный (μεσημβρία Arst.).